Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018


Ένα τσιγάρο μια φορά   μέρος 1ο

Για να κόψεις το τσιγάρο
Δεν χρειάζεται παρά 
Ένα «κλικ» στο μυαλό
Γιατί όλα εκεί είναι

Όλο κι όλο που χρειάστηκε
Για να πυροδοτήσει 
Το δικό μου κλικ
Ήταν μια κουβέντα

Από τον Κωσταντή, τον μικρό μου γιο

«Μάνα… κάντε μια χάρη στον εαυτό σας. Κόψτε το τσιγάρο, περιορίστε το κρέας, φροντίστε να τρώτε νωρίς το βράδυ. Κόβετε χρόνια από τη ζωή σας κι είναι κρίμα…»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτά τα λόγια. Και οι δυο μου γιοι ήταν φανατικοί πολέμιοι του καπνίσματος από τότε που κατάλαβαν τον εαυτό τους, από τότε που άρχισαν να αρθρώνουν λόγο, από νήπια δηλαδή. Παράξενο θα ’λεγε κανείς για παιδιά που μεγάλωναν σε περιβάλλον καπνιστών μιας και οι δυο γονείς είχαμε αυτό το κουσούρι καθώς και η πλειοψηφία των φίλων, γνωστών, συγγενών που έρχονταν στο σπίτι μας ή πηγαίναμε εμείς στα δικά τους. Τα παιδιά μας είχαν σταθερή αντικαπνιστική άποψη, έκρυβαν ή πετούσαν τα πακέτα μας (τα είχα ψαρέψει ουκ ολίγες φορές από τα σκουπίδια) και μας τα έψελναν για τα καλά σε κάθε ευκαιρία.
Ύστερα ήρθε η εφηβεία. Κάτι οι καπνίζουσες παρέες, κάτι το άγχος των εξετάσεων, κάτι το (μόνιμο κάκιστο) «παράδειγμα» των γονιών, κάπου το ξεκίνησαν κι εκείνα - κι εμείς ανήμποροι να αντιδράσουμε σε κάτι που ήταν, προφανώς, καταστροφικό και παράλογο. Τι επιχειρήματα να αντιτάξεις όταν είσαι ο ίδιος  ζωντανό παράδειγμα «προς αποφυγή» και το οποίο, ωστόσο, είναι για τα παιδιά, σ’ αυτήν την ευαίσθητη ηλικία, παράδειγμα «προς μίμηση».
Ευτυχώς οι γιοι μας ανένηψαν αρκετά έγκαιρα - τουλάχιστον σε σχέση με τους γονείς τους, που εξακολουθούσαμε να είμαστε αντικαπνιστές στη θεωρία και χρυσοί πελάτες του «Παπαστράτου» στην πράξη. Όταν τα παιδιά μας έκοψαν το τσιγάρο είχαν ήδη αυτονομηθεί, ζούσαν στα δικά τους σπίτια, οπότε δεν βιώσαμε έντονες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις του τύπου «βρωμάει το σπίτι, κόφτε το» ή «δεν μπορώ να ανασάνω εδώ μέσα, σταματήστε πια το  ρημάδι» ή «ακόμα και τα ρούχα μου μυρίζουν τσιγαρίλα, έλεος…». Απλά καθημερινά θέματα δηλαδή που, όμως, δεν προέκυψαν μιας και, είπαμε, είχαν γίνει πια ανεξάρτητοι κι αυτόνομοι. Βέβαια κι εμείς ήμασταν όσο γίνεται προσεκτικοί και διακριτικοί στα δικά τους σπίτια. Ελαττώναμε τα τσιγάρα, βγαίναμε στη βεράντα, καθόμασταν μπροστά σε ανοιχτά παράθυρα καταχείμωνο - ξέρετε, όλα αυτά τα χαριτωμένα που λες «δεν πάει στα κομμάτια, καλύτερα καθόλου παρά αυτά τα καραγκιοζιλίκια»  και που, ωστόσο, ούτε το λέγαμε ούτε το κάναμε.
Εν τω μεταξύ όλο και περισσότεροι φίλοι και συγγενείς, «λεπροί» σαν κι εμάς, το έκοβαν ή το άλλαζαν σε στριφτό, σε ηλεκτρονικό ή, τελευταία, σε IQOS. Εμείς απτόητοι, παραδοσιακοί. Μια απόπειρα του Παναγιώτη, του μεγάλου μας γιου, να μας συνετίσει με το ηλεκτρονικό έπεσε στο κενό (μπήκε πολύ γρήγορα στο συρτάρι) όπως και οι συνεχείς παραινέσεις και των δύο παιδιών μας να το κόψουμε - είπαμε, δεν το έβαζαν κάτω. Ο καλός μου, υψηλόβαθμο στέλεχος στην καπνιστική ιεραρχία, απλά κώφευε κι εγώ, μικρομεσαία αμαρτωλή με μικρή κατανάλωση, διατεινόμουν ότι μπορώ να το κόψω ανά πάσα στιγμή αν το θελήσω - απλά δεν ήθελα να στερηθώ κάποιες παγιωμένες συνήθειες όπως καφές + τσιγάρο, ποτό + τσιγάρο, παρέα (αυτό κι αν ήταν εθισμός) + τσιγάρο. Και το ισχυριζόμουν με αδιάσειστα επιχειρήματα μιας και στις δυο μου εγκυμοσύνες το είχα κόψει μαχαίρι με το που βγήκε θετικό το τεστ και χωρίς καν να βαρυγκωμήσω -αντίθετα, έβγαζα τον καπνίζοντα σύζυγο στο μπαλκόνι γιατί δεν ανεχόμουν την μυρωδιά. Το ότι το ξανάρχισα μόλις τα μωρά μου απογαλακτίστηκαν είναι αλλουνού παππά βαγγέλιο.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου