Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018


"Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS" η σημερινή.
Ένα θέμα βαρύ, σκοτεινό με πολλές ωστόσο φωτεινές χαραμάδες ελπίδας πλέον...

Το διήγημα που ακολουθεί είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα από την πορεία μου ως γιατρού Αιμοδοσίας μιας και από την θέση μου ως διευθύντρια του Τμήματος είχα αρκετές φορές την οδυνηρή ευθύνη να αντιμετωπίσω τέτοιες δύσκολες καταστάσεις.

Περιλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων μου "Η μετακόμιση των χρωμάτων" και τιμήθηκε με το Γ΄βραβείο διηγήματος στον 30ο Διαγωνισμό «ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014.


Οι άντρες δεν κλαίνε

Τα τζάμια είχαν θολώσει από το κρύο. Δεκέμβρης μήνας κι ο χειμώνας είχε εγκατασταθεί για τα καλά στην πόλη. Στο Σέλι είχε πέσει το πρώτο χιόνι κι ο Τριπόταμος, φουσκωμένος από τις τελευταίες βροχές,  κυλούσε αφρισμένος κάτω από το ξύλινο γεφυράκι και συνέχιζε θυμωμένος στη βαθιά ρεματιά κάτω από την Εβραϊκή συνοικία.

Μα ο Δημήτρης δεν έβλεπε τίποτε από όλα αυτά. Και δεν έφταιγαν τα θολωμένα τζάμια - ούτε η βροχή που έπεφτε με μανία και σχημάτιζε χοντρά, ακανόνιστα αυλάκια πάνω τους. Καθισμένος σ’ ένα ακριανό τραπεζάκι στο μικρό καφενεδάκι της Μπαρμπούτας, με τον καφέ να παγώνει στο φλιτζάνι και το τασάκι ξέχειλο στα αποτσίγαρα, παρακολουθούσε αφηρημένος τα δρομάκια που άνοιγε το νερό στα τζάμια ενώ το μυαλό του έτρεχε σε άλλα, σκοτεινά μονοπάτια, σ’ έναν λαβύρινθο εφιαλτικών σκέψεων που ένιωθε να τον καταπίνει και να τον εξοντώνει.

Από χτες το απόγευμα ήταν έτσι. Από τη στιγμή που άκουσε το φοβερό, το απίστευτο μαντάτο.

Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι ακριβώς του έλεγε η γιατρός. Θες επειδή ήταν εντελώς ανυποψίαστος, θες επειδή του τα έλεγε λίγο γενικόλογα, λίγο αόριστα (για να μπορέσει να τον ενημερώσει όσο το δυνατόν πιο ήπια, πιο ανώδυνα όπως του εξήγησε αργότερα), δεν είχε δώσει και πολλή σημασία. Παλιός αιμοδότης, έδινε αίμα από τα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε να δίνει εθελοντικά στην Αιμοδοσία του Νοσοκομείου της πόλης του, της Βέροιας, τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο. Μάλιστα πέρσι, στα 35 του, είχε πάρει και τιμητικό δίπλωμα από το Υπουργείο γι αυτή του «την προσφορά ζωής», όπως έλεγε το χαρτί κι όπως κι ο ίδιος την θεωρούσε.

Τότε; Τι ήταν αυτό που προσπαθούσε να του πει με τρόπο η γιατρός Βασιλειάδου, με την οποία είχαν γίνει και φίλοι μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας.

«Ξέρεις... Δημήτρη...» είχε ξεκινήσει διστακτικά, «την τελευταία φορά που έδωσες αίμα, πριν δυο βδομάδες, οι εξετάσεις δεν ήταν και τόσο καλές...»

«Θα ζήσω γιατρέ μου;» της απάντησε αστειευόμενος ανέμελα, «ή να αρχίσω να ανησυχώ; Πάλι ανέβηκε η χοληστερίνη;»

Μα η γιατρός δεν χαμογέλασε με το αστείο του όπως άλλες φορές. Αντίθετα την είδε να συννεφιάζει και να παίζει νευρικά με το στυλό που κρατούσε στα χέρια.

 «Μακάρι να ήταν κάτι τόσο απλό... αλλά φοβάμαι πως τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά...»

 «Δηλαδή;» σοβάρεψε με τη σειρά του.

 «Δηλαδή... να... ξέρεις καλά ότι κάθε φορά που δίνεις αίμα γίνονται κάποιες εξετάσεις για τα λεγόμενα μεταδιδόμενα νοσήματα... ηπατίτιδα, σύφιλη, AIDS…» σταμάτησε και τον κοίταξε προσεκτικά. Ο Δημήτρης δεν μίλησε.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι... κάτι πολύ σημαντικό», συνέχισε εκείνη. «Συνέβη κάτι στη ζωή σου... την προσωπική εννοώ... κάποια σχέση... ή κάτι άλλο... που να μπορεί να σε έβαλε σε κίνδυνο... να κολλήσεις κάτι... κάποιον ιό... με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»

«Τίποτε απολύτως», απάντησε κατηγορηματικά, «και καταλαβαίνω πολύ καλά τι θέλετε να πείτε. Με την Ελένη είμαστε μαζί πάνω από δύο χρόνια, σε μια σχέση που υπήρχε και τις προηγούμενες φορές που έδωσα αίμα – και δεν είχε υπάρξει ποτέ πρόβλημα, σωστά; Όσο για τον άλλο πιθανό τρόπο μετάδοσης, τα ναρκωτικά, αυτό κι αν δεν παίζει καθόλου σαν σενάριο», είπε και γέλασε νευρικά, βεβιασμένα. «Οπότε; Μήπως έγινε κάποιο λάθος στις εξετάσεις; Και, για να ’χουμε καλό ρώτημα, σε τι ακριβώς αναφέρεστε;»

Την είδε να συννεφιάζει ακόμα πιο πολύ.

«Δημήτρη θα σου μιλήσω καθαρά γιατί πιστεύω ότι είσαι ένα ώριμο άτομο, μια συγκροτημένη προσωπικότητα και θα μπορέσεις να το διαχειριστείς ψύχραιμα... να το διαχειριστούμε δηλαδή γιατί θα είμαστε σε στενή συνεργασία. Οι εξετάσεις σου έδειξαν ότι είσαι θετικός για τον ιό του AIDS… δυστυχώς... και το αρχικό τεστ και τα επιβεβαιωτικά είχαν το ίδιο αποτέλεσμα...»

Για μια στιγμή, ατέλειωτη και για τους δυο, την κοίταξε εμβρόντητος.

«Αποκλείεται!» ύψωσε ασυναίσθητα τον τόνο της φωνής του. «Δεν υπάρχει περίπτωση! Σίγουρα κάποιο λάθος έγινε, να μου πάρετε δείγμα να κάνετε κι άλλα τεστ... αποκλείεται...» Έγυρε βαρύς στη ράχη της καρέκλας.

«Τα ελέγξαμε όλα πολλές φορές, Δημήτρη μου... κι εδώ και σε εργαστήριο αναφοράς... κι όλα τα τεστ...»

Μα ο Δημήτρης δεν την άκουγε πια. Είχε σηκώσει ένα παραπέτασμα ανάμεσα στον εαυτό του και στον έξω κόσμο, τον κόσμο που μόλις πριν ένα λεπτό είδε να σωριάζεται σε συντρίμια μπροστά στα πόδια του. AIDS; Αυτός; Που ήταν πάντα τόσο προσεχτικός στις σχέσεις του; Που η Ελένη ήταν η μόνη γυναίκα στη ζωή του εδώ και πάνω από δύο χρόνια; Και που είχαν σταματήσει να παίρνουν προφυλάξεις γι αυτόν ακριβώς τον λόγο;

«...το να είσαι οροθετικός δεν σημαίνει ότι είσαι και ασθενής, προς Θεού... θεωρείσαι υγιής φορέας και...»

Άκουγε τη φωνή της Βασιλειάδου να έρχεται από κάπου μακριά, σαν από πηγάδι... ή μάλλον αυτός ήταν μέσα σ΄ένα πηγάδι που τον ρουφούσε όλο και πιο βαθιά... Τι θα πει «υγιής φορέας»... ήταν οροθετικός, οροθετικός που να πάρει... κι ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει αυτό.

«... και θα πρέπει να ενημερώσεις και...»

Στην Ελένη... τι θα έλεγε στην Ελένη... πώς θα της το έλεγε... Χριστέ μου... την είχε πάρει κι εκείνη στο λαιμό του... σίγουρα θα την είχε κολλήσει...

«... να ψάξουμε να δούμε τι έγινε, πώς μπορεί να κόλλησες και...»

Αυτό πάλι; Πώς κόλλησε αυτός; Από πού; Ένιωσε να ζαλίζεται, να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Καλά που ήταν καθιστός, αλλιώς θα έπεφτε κάτω. Περισσότερο ένιωσε παρά είδε το ποτήρι με το νερό που του έβαλε στο χέρι η γιατρός.

«Σε παρακαλώ Δημήτρη... πιες λίγο νερό και άκουσέ με... δεν είσαι άρρωστος... Θα πας στο ειδικό κέντρο  που θα σου πω, θα κάνεις κι άλλες εξετάσεις και θα μπεις σε ένα πρόγραμμα παρακολούθησης και αγωγής με φάρμακα. Η έρευνα έχει προχωρήσει πολύ, τα φάρμακα βελτιώνονται συνεχώς, οι θεραπείες έχουν θεαματικά αποτελέσματα και υπάρχουν φορείς που διαγνώσθηκαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κάνουν την αγωγή τους  και είναι καλά, ζουν φυσιολογικά... Καταλαβαίνω ότι είναι τρομερά δύσκολο να το διαχειριστείς όλο αυτό αλλά πρέπει... Μαζί θα το αντιμετωπίσουμε και μαζί θα το ξεπεράσουμε».

«Ευχαριστώ γιατρέ» της απάντησε βρίσκοντας την ψυχραιμία του σιγά σιγά. «Καταλαβαίνετε... όλο αυτό, όπως το λέτε, θέλει τον χρόνο του για να βρει τον δρόμο για το μυαλό μου... για να καταφέρω να το επεξεργαστώ, να το αποδεχτώ, να το αντιμετωπίσω... Θα σας τηλεφωνήσω μόλις μπορέσω...»

Λίγη ώρα αργότερα έβγαινε από το Νοσοκομείο με την διεύθυνση του κέντρου αντιμετώπισης AIDS στην τσέπη και την απόγνωση στην ψυχή.

Πέρασε όλη  τη νύχτα άυπνος μπροστά στον υπολογιστή του να ψάχνει φρενιασμένα. Άρθρα, ανακοινώσεις, ιατρικές εγκυκλοπαίδειες. Τίποτε δεν άφησε που να μη διαβάσει, να μην ελέγξει. Το ξημέρωμα τον βρήκε με τα μάτια κατακόκκινα από την αγρύπνια και την προσήλωση στην οθόνη και το στόμα φαρμάκι – από τα τσιγάρα και την πικρή γεύση που του άφησε όλη αυτή η έρευνα. Ναι, δεν ήταν άρρωστος... ακόμα... και μπορεί να μην αρρώσταινε ποτέ αν όλα πήγαιναν καλά... Μπορεί... Αν... Δυο λέξεις τόσο μικρές... που όμως θα καθόριζαν από δω και στο εξής τη ζωή του.

Την Ελένη την πήρε τηλέφωνο κατά το μεσημέρι, όταν πλέον είχε αρχίσει να βρίσκει κάπως την ψυχραιμία του και να εγείρονται νέα εφιαλτικά ζητήματα. Έπρεπε να της το πει και άμεσα, να κάνει κι εκείνη έλεγχο, να δει, να τρέξει. Και πώς το λένε κάτι τέτοιο; Της μίλησε αόριστα για κάποιο σοβαρό θέμα που έπρεπε να συζητήσουν από κοντά και κανόνισαν να βρεθούν νωρίς το απόγευμα στο συνηθισμένο τους στέκι, στο καφενεδάκι της Μπαρμπούτας.

Και τώρα ήταν εδώ και την περίμενε.

Την είδε να έρχεται τρέχοντας, με την ομπρέλα της να ταλαντεύεται επικίνδυνα από τον αέρα, κι ένιωσε ένα μούδιασμα να απλώνεται στο κορμί του. Τι θα της έλεγε Χριστέ μου; Πώς θα της τόλεγε;

«Καλησπέρα αγάπη μου», τον φίλησε πεταχτά στο στόμα τινάζοντας τα νερά από την καπαρντίνα της. «Τι βρωμόκαιρος! Κόντεψε να με πετάξει στο ρέμα ο αέρας. Θανάση», φώναξε στον καφετζή, «φέρε μου έναν καφέ σε παρακαλώ – ή μάλλον δύο» διόρθωσε βλέποντας το μισοάδειο παγωμένο φλιτζάνι του. «Καλά, πόση ώρα είσαι εδώ; Και τι χάλια τασάκι είναι αυτό; Πάλι κάπνισες όλον τον Παπαστράτο; Θα σε σκοτώσει αυτό, να το ξέρεις... στα λέω μα δεν μ’ ακούς...»

Μακάρι να με σκότωνε το τσιγάρο, σκέφτηκε παράλογα εκείνος... άλλο πράγμα θα με σκοτώσει...

«Δε βαριέσαι αγάπη μου», της χαμογέλασε ψεύτικα, βεβιασμένα. «Τουλάχιστον θα πάω ευχαριστημένος».

«Μμμμ... εξυπνάδες κι άνοστα αστειάκια», γέλασε εκείνη. «Για πες, τι είναι αυτό το τόσο σοβαρό που μούλεγες στο τηλέφωνο;»

Ο Θανάσης έφερε τους καφέδες και καινούργιο τασάκι. Ο Δημήτρης άναψε τσιγάρο και την κοίταξε στα μάτια επίμονα, αμίλητος για λίγο.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα... σοβαρό... Θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω όσο πιο απλά μπορώ αλλά σε παρακαλώ να μη με διακόψεις, δεν είναι εύκολο έτσι κι αλλιώς, και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο αν χάσω τον ειρμό μου».

Με το βλέμμα καρφωμένο στον καφέ του που άχνιζε και φωνή χαμηλή, που έσπαζε κάθε τόσο από την ένταση, της ανέφερε όλα αυτά που του είχε πει η γιατρός κι εκείνα που είχε βρει ο ίδιος στο διαδίκτυο. Όταν τέλειωσε και σήκωσε το βλέμμα, την είδε να τον κοιτάζει με πρόσωπο αναστατωμένο και μάτια που γυάλιζαν από δάκρυα και ένταση.

«Είσαι... είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε με χείλη που έτρεμαν. «Θέλω να πω... δεν μπορεί να έχει γίνει λάθος; Τόσα και τόσα ακούμε... μπορεί...»

«Αγάπη μου» την διέκοψε μαλακά παίρνοντας το χέρι της στο δικό του. Ήταν παγωμένο κι αυτό τον πόνεσε πολύ. «Δεν είναι λάθος, οι εξετάσεις έγιναν ξανά και ξανά. Αυτό που με τρελαίνει είναι ότι μπορεί να έχω κολλήσει κι εσένα... δεν το χωράει το μυαλό μου... όπως δεν μπορεί να χωρέσει το πώς το κόλλησα εγώ... Η γιατρός ήταν σαφής - μεταδίδεται σχεδόν αποκλειστικά με την σεξουαλική επαφή και με την χρήση μολυσμένης βελόνας... κι εγώ δεν έχω κάνει χρήση ναρκωτικών... ποτέ... και η μόνη γυναίκα που υπάρχει στη ζωή μου είσαι εσύ... οπότε...»

Ένιωσε το χέρι της να παγώνει ακόμη πιο πολύ και να αποτραβιέται από τη χούφτα του. Ξαφνιάστηκε, την κοίταξε. Είδε στα μάτια της έναν φόβο, μια ενοχή, ένα σοκ. Ήταν η σειρά της να καρφώσει το βλέμμα στο φλιτζάνι και να χλομιάσει.

«Ελένη... τι συμβαίνει; Αγάπη μου τι έπαθες; Μίλα μου σε παρακαλώ».

Εκείνη ξέσπασε σε αναφιλητά. Βουβά, ήσυχα, απελπισμένα. Με το πρόσωπο χωμένο στις παλάμες της, με τους ώμους να τραντάζονται από τους λυγμούς, με φωνή ψιθυριστή, που χανόταν κάθε τόσο, άρχισε να του μιλάει. Κι όσο εκείνη μιλούσε τόσο το πρόσωπό του σκλήραινε και γινόταν μια μάσκα που έκρυβε την καταιγίδα μέσα του. Άναβε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο κι άκουγε σιωπηλός φράσεις κομματιασμένες.

Για το περασμένο καλοκαίρι. Που εκείνος είχε πάει στις Βρυξέλλες για δυο μήνες σταλμένος από την δουλειά του. Κι εκείνη πήγε με δυο φίλες της διακοπές σε κάποιο νησί. Για το βράδυ που είχε γενέθλια μια από αυτές. Και που είπαν να το γλεντήσουν ξέφρενα. Για το ολονύχτιο πάρτυ στο κλαμπ. Μαζί με μια παρέα ξένους τουρίστες, άντρες και γυναίκες, που είχαν γνωρίσει εκεί.  Για το μεθύσι που τις άφησε σχεδόν αναίσθητες. Για τον άγνωστο άντρα που βρήκε το άλλο μεσημέρι δίπλα της, στο κρεβάτι. Και που δεν θυμόταν καθόλου πώς βρέθηκε εκεί. Ούτε τι είχε προηγηθεί. Για τις φωνές που έβαλε πετώντας τον έξω από το δωμάτιο. Για τον πανικό και την ντροπή που ένιωσε. Για το δίλημμα που την ταλάνιζε τόσους μήνες - να του το πει ή όχι;

Και τώρα αυτό. Η αρρώστια. Η απόγνωση. Οι τύψεις - γιατί ήταν σίγουρη, εκείνη έφταιγε. Εκείνη και η απύθμενη βλακεία της, η ασυγχώρητη επιπολαιότητά της. Που πήρε κι εκείνον στο λαιμό της. Τον άντρα που αγαπούσε. Που δεν θα μπορούσε να τον ξανακοιτάξει ποτέ στα μάτια. Που πέρα από μια τεράστια «συγνώμη» δεν είχε κάτι άλλο να του πει. Ποτέ ξανά. Γιατί δεν θα την ξανάβλεπε. Ποτέ ξανά. Αυτό τουλάχιστον του το χρωστούσε. Και μπορούσε να το κάνει - να εξαφανιστεί από τη ζωή του.

Την άκουγε παραζαλισμένος, μουδιασμένος. Τόσο που, όταν με την τελευταία της φράση σηκώθηκε απότομα, άρπαξε την καπαρντίνα της και ξεχύθηκε στο καλντερίμι αψηφώντας τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει με μανία, εκείνος έμεινε ασάλευτος. Με το μυαλό μουδιασμένο όσο και το σώμα, προσπαθούσε να βάλει σε τάξη όλα τα απίστευτα που είχε ακούσει.

Η Ελένη; Η δική του Ελένη; Πώς μπόρεσε κι έκανε κάτι τέτοιο; Και κυρίως, πώς μπόρεσε και του το έκρυβε τόσο καιρό; Ξαφνικά, μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, είχε δει την ζωή του να καταρρέει... και δεν ήξερε για τι να πρωτοθρηνήσει... Για τον πέλεκυ της αρρώστιας που ένιωθε να ακουμπά στον λαιμό του; Για την προδοσία της γυναίκας που αγαπούσε; Για την υποκρισία και την διπλοπροσωπία της; Αλήθεια... πώς άντεχε να τον κοιτάζει κατάματα και να του λέει ότι τον αγαπά; Αυτό τον πονούσε πάνω απ’ όλα, ακόμα κι από το μαντάτο για την υγεία του - η ψευτιά, το θέατρο που του έπαιζε όλους αυτούς τους μήνες.

Ένιωσε ξαφνικά να πνίγεται, να του λείπει αέρας. Άφησε στο τραπέζι ένα χαρτονόμισμα και βγήκε έξω σαν κυνηγημένος. Ούτε και κατάλαβε τον αέρα που τον άρπαξε, τη βροχή που τον μούσκεψε την επόμενη στιγμή. Περπατούσε (παραπατούσε καλύτερα) χωρίς να βλέπει, τυφλωμένος από τα δάκρυα και την νεροποντή, με το βλέμμα στραμμένο στην θύελλα που λυσσομανούσε μέσα του κι έσβηνε την καταιγίδα γύρω του.

Στο γεφυράκι πάνω από την ρεματιά του Τριπόταμου, στα Εβραίικα, σταμάτησε. Το βουητό του ποταμού, που ξεχύνονταν ορμητικός παρασέρνοντας κλαριά και χώματα και κάνοντας τις κροκάλες του βυθού να κατρακυλούν με θόρυβο, έφτανε απειλητικό ως εδώ πάνω. Απόμεινε να κοιτάζει τα αγριεμένα νερά χαμένος σε σκέψεις ζοφερές, σε αξεδιάλυτα συναισθήματα. Μια ριπή του αέρα τον έστειλε ξαφνικά πάνω στο ξύλινο κιγκλίδωμα και ίσα που πρόλαβε να κρατηθεί την τελευταία στιγμή.

«Και γιατί να κρατηθείς;» άκουσε μια φωνή μέσα του. «Μπορεί αυτό να είναι μια κάποια λύση... η τέλεια λύση... Για σκέψου το... ένα δρασκέλισμα, λίγες στιγμές... και μετά τέλος... σκοτάδι... ανυπαρξία... Ούτε σκέψεις, ούτε πόνος, ούτε προδοσία... Τίποτε... μόνο γαλήνη... Η οριστική έξοδος από το αδιέξοδο, η μεγάλη απόδραση από την αγωνία για το αύριο που φαντάζει τόσο απειλητικό... για το σήμερα που κουρέλιασε τα όνειρα... για το χτες που ήταν τόσο κάλπικο, τόσο σαθρό...»

Του φάνηκε τόσο ελκυστική αυτή η προοπτική, τόσο γοητευτική. Έσκυψε και κοίταξε πάλι το χάος που ξανοίγονταν κάτω από τα πόδια του. Ένα μικρό βήμα, μια τόση δα κίνηση κι όλα θα τέλειωναν οριστικά. Γεύτηκε την αλμύρα από τα δάκρυα που κυλούσαν ανεξέλεγκτα κι έφταναν ως την άκρη των χειλιών του. «Οι άντρες δεν κλαίνε», σκέφτηκε άκαιρα την κατηγορηματική δήλωση του πατέρα του σαν ήταν μικρό παιδάκι κι έβαζε τα κλάματα κάθε που μάτωνε στο παιχνίδι.

«Κλάψε γιόκα μου». Η μορφή της μάνας του ξεπρόβαλε ολοζώντανα μπροστά του. «Δεν πειράζει που κλαις επειδή έπεσες και πονάς... φτάνει που σηκώθηκες... Αύριο, μεθαύριο θα σκοντάψεις και πάλι... και θα πέσεις... και θα ξανασηκωθείς... Αυτή είναι η παλικαριά, και δεν ξεχωρίζει άντρες και γυναίκες - να σηκώνεσαι κάθε φορά που πέφτεις... Όχι αυτό που λέει ο πατέρας σου, πως οι άντρες δεν κλαίνε...»

Έκανε ένα βήμα πίσω. Ύστερα κι άλλο ένα. Κοίταξε ξανά τον Τριπόταμο που συνέχιζε να βουίζει στο βάθος, αδιάφορος για το δράμα του. «Έχασες φίλε», μουρμούρισε. «Παρά λίγο να με κερδίσεις, να με πείσεις...» Πήρε μια πέτρα από κάτω και τίναξε το χέρι με δύναμη. Την παρακολούθησε να κάνει μια μεγάλη καμπύλη και να χάνεται ανάμεσα στα κλαδιά και στα φύλλα των θεόρατων δέντρων που φύτρωναν δεξιά κι αριστερά στις σχεδόν κάθετες πλαγιές της ρεματιάς. Ύστερα γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανηφορίζει το καλντερίμι που έβγαζε στο Ρολόι. Η βροχή είχε κοπάσει σαν και να συνταίριαζε τα βήματά της με το καταλάγιασμα της καταιγίδας μέσα του.

Καθώς ανέβαινε κοντοστάθηκε για λίγο κι έριξε μια ματιά τριγύρω. Θυμήθηκε τις αμέτρητες φορές που είχε πέσει εδώ, στις ίδιες λειασμένες από τα χρόνια πέτρες, τις καλυμμένες με μούσκλια από την υγρασία. Ειδικά τον χειμώνα, που έπιαναν πάγο στα σκιερά σημεία του μονοπατιού, τα γλιστρήματα ήταν καθημερινή υπόθεση και τα γόνατά του μόνιμα γδαρμένα και μελανιασμένα. Έπεφτε... ναι. Μα πάντα σηκωνόταν... πάντα... και συνέχιζε να ανεβαίνει. Έτσι θάκανε και τώρα... θα ανηφόριζε παλικαρίσια την αναπάντεχη αναποδιά της Μοίρας του.

Έστειλε νοερά την αγάπη του στην μάνα του, έβγαλε από την τσέπη του το κινητό και σχημάτισε το νούμερο της γιατρού Βασιλειάδου.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου