Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή
Η βαλίτσα
Είμαι πολύ προβληματισμένος και πολύ ανήσυχος, τι ανήσυχος δηλαδή που με έχουν ζώσει τα φίδια από το πρωί που βλέπω πάλι να εμφανίζονται βαλίτσες και να γεμίζουν με πράματα και καθόλου δεν μου αρέσει αυτό, μα καθόλου σας λέω, μου ξυπνούν μνήμες τραυματικές που λένε και στις ειδήσεις και κάνω ντεζά βυ και όχι «βου» που το λένε κάποιοι λάθος αλλά «βυ» με το «υ» βαθύ και κλειστό σαν «ου» αλλά όχι ακριβώς, όπως το λένε τα ανθρωποκουταβάκια της Ελβετίας για να καταλάβετε, και εν πάση περιπτώσει -αυτό το ’μαθα να το λέω σωστά επιτέλους- δεν είναι εκεί το θέμα μας αλλά που την ψυλλιάστηκα εγώ τη δουλειά ότι πάλι θα την κοπανήσει η μάνα με τον πατέρα για ταξίδι και πολύ συγχίστηκα κι ακόμα πιο πολύ όταν είδα να βάζει μέσα κάτι βιβλία πολύχρωμα, αλλιώτικα από εκείνα που ξέρω, και κάτι αυτοκόλλητα χιονανθρωπάκια κι αγιοβασιλάκια που κάνουν μπαμ ότι είναι για ανθρωποκουταβάκια και τότε μου ήρθε η φλασιά ότι εκεί θα τα πάει, στα εγγόνια της στην Ελβετία, στη Ζενέβ (την πόλη, όχι τη γάτα μας) και ρώτησα τον Ρόμπι πόσο μακριά είναι αυτή η Ζενέβ για να ξέρω και τι ντουβρουτζάς με περιμένει κι εκείνος μου είπε πολύ μακριά, με το αρεοπλάνο πας (τώρα αρεο- ή αερο- θα σας γελάσω) από εκείνα που φεύγουν από έναν κύριο Βενιζέλο που είναι και γείτονας και κάνουν πολύ θόρυβο και με νευριάζουν και θα πάω να του την πω καμιά μέρα του Βενιζέλου πως δεν κάνουν έτσι οι γείτονες, κοτζάμου φασαρία μέσα στη μαύρη νύχτα, αλλά πάλι ξέφυγα από το θέμα που είναι η βαλίτσα και που λέτε την έκλεισε κάποια στιγμή η μάνα κι εγώ την κοίταξα καλά καλά (τη βαλίτσα) και σαν να μου φάνηκε του χεριού ή μάλλον του δοντιού μου και λέω να την βουτήξω με τα δόντια και να πάω να τη θάψω στον κήπο να μη μπορούν να φύγουν γιατί είχα και τον άλλο τον σεβντά, πού θα μας αφήσουν τόσες μέρες μόνους μας, και μια που το σκέφτηκα και μια που άκουσα τη μάνα να μιλάει με τη θεία Σοφία, ξέρετε εκείνη την κυρία μ’ εκείνο το πανσιόν που είχαμε πάει για ένα βράδυ με τον Βούδα, και πολύ ψου ψου ψου άκουγα και καθόλου δεν μου άρεσε όλο αυτό και το είπα στον Ρόμπι «να δεις που πάλι θα μας πάει εκεί» κι εκείνος σήκωσε τους ώμους και είπε «ε και; μια χαρά περάσαμε την άλλη φορά» και του είπα «είσαι βλήμα και πουθενά καλύτερα από το σπίτι μας και τότε ήταν για ένα βράδυ ενώ τώρα είναι πολύ μακριά η Ζενέβ και θα είναι για πολλά βράδια» και πάνω που πήγα να βάλω τα κλάματα από το κακό μου κι από παράπονο  εκείνος μου έδωσε μια γλυψιά και μου είπε να μην είμαι εγωιστής και τι σημασία έχει το δικό μας μικρό ξεβόλεμα μπροστά στη χαρά που θα κάνει η μάνα που θα αγκαλιάσει τα εγγονάκια της μετά από τέσσερις μήνες που έχει να τα δει και τότε εγώ το σκέφτηκα λιγάκι και σαν να μου φάνηκε σωστό και δίκαιο αυτό και παρηγορήθηκα και είπα οκέι, χαλάλι το πανσιόν αν είναι να χαρεί η μάνα αλλά σας εξομολογούμαι ότι ακόμα μου τριγυρίζει στο μυαλό η διαολιά να  την θάψω τη βαλίτσα στον κήπο κάτω από την φιστικιά και δίνω μεγάλη μάχη μέσα μου και τέλος πάντων θα δείξει και τώρα σας αφήνω και καλή χρονιά που δεν ξέρω δηλαδή και τι πα να πει αλλά η μάνα το λέει συνέχεια αυτές τις μέρες οπότε καλή χρονιά και χρόνια πολλά σας!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου