Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή

Αγάπη αδελφική

Και της τόλεγα της μάνας να προσέχει - να πεις πως δεν της τόλεγα… που κοπανιόταν από το πρωί να συμμαζέψει την αυλή από το χάλι που είχε καταντήσει μετά την βρόχα που είχε κατεβάσει όλες τις πευκοβελόνες κάτω κι είχε μπουκώσει κι ένα αυλάκι που έχουμε για να φεύγουν τα νερά και πάλευε η καημένη να το καθαρίσει μ’ εκείνες τις γαλότσες που πολύ μ’ αρέσει να τις σβαρνίζω στον κήπο αλλά δεν την έβλεπα και πολύ αποτελεσματική, ψιλοχασομέραγε,  οπότε πήρα κι εγώ τη σκούπα μου κι άρχισα να τρέχω πάνω κάτω στο αυλάκι για να ξεμπερδεύουμε καμιά φορά αλλά εκείνη αντί να μου πει μπράβο κουταβούλη μου που με βοηθάς άρχισε να φωνάζει να φύγω από τη μέση γιατί θα πεδικλωθεί με το κοντάρι και θα πέσει και τι τόθελε και τόλεγε που ξαφνικά πάρτην κάτω γιατί γλίστρησαν κι οι γαλότσες κι έπεσε στα νερά κι έγινε και μούσκεμα και έξαλλη και με βουτάει που λέτε από τον σβέρκο και με ανεβάζει στη βεράντα και με δένει -με αλυσίδα γιατί τα άλλα τα λουριά τα μασουλάω και τα κόβω- και νάμαι ο δόλιος δεμένος σαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι (ξέρετε εκείνον τον αρχαίο με το ξύλινο άλογο) να κοιτάζω περίλυπος που έχασα τον χαβαλέ και που δέθηκα κι από πάνω κι εκείνη τη στιγμή τι νομίζετε πως έγινε; ήρθε βαρύς κι ασήκωτος ο μεγάλος μου αδελφός ο Ρόμπις με κοίταξε καλά καλά και χωρίς να μου πει τίποτα κάθισε δίπλα μου κι αγνάντευε κι αυτός τη μάνα που είχε πάρει το καρότσι και το φόρτωνε και στην αρχή σαν να πήγα να τσαντιστώ, για να με φυλάξει ήρθε; αφού ήμουνα δεμένος αλλά αμέσως σκέφτηκα αποκλείεται, κάτι άλλο συμβαίνει και ξαφνικά μου ήρθε η φλασιά ότι ήρθε για να μου κάνει παρέα που ήμουνα αλυσοδεμένος σαν τον Προμηθέα στο βουνό (ξέρετε εκείνον τον αρχαίο με τον αετό) και δεν μπορούσα να κουνηθώ και όσο το σκεφτόμουνα τόσο μου φαινόταν ότι έτσι ήταν και κάποια στιγμή τον ρώτησα μαγκωμένα -μην αρχίσει και χαχανίζει- αν κάθεται κοντά μου για το χατίρι μου κι εκείνος με κοίταξε για λίγο μ’ εκείνα τα μεγάλα καφέ αγαπησιάρικα μάτια του και μετά άπλωσε την πατουσάρα του και μου χάιδεψε τα αυτιά  χωρίς να πει λέξη κι εγώ κατάλαβα ότι σωστά το σκέφτηκα κι ας μην το έλεγε καθαρά γιατί είναι κι αδέξιος στα λόγια και λίγο μπουνταλάς αλλά εμένα δεν με νοιάζουν τα λόγια μου φτάνουν τα έργα και πολύ συγκινήθηκα που με αγαπάει τόσο πολύ και του έσκασα μια γλυψιά στη μουσούδα και μετά καθόλου δεν με πείραζε που ήμουνα μπαστακωμένος στα κάγκελα και μη σας πω ότι το χάρηκα κιόλας γιατί έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να καταλάβω πόσο πολύ με αγαπάει ο Βουδάκος μου και να σκεφτώ πόσο όμορφη είναι η αδελφική αγάπη και πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε ο ένας τον άλλον και σας το λέω πολύ σοβαρά να αγαπάτε πολύ τα αδέλφια σας όσοι είστε τυχεροί σαν και μένα και έχετε αδελφό (έστω και αδελφή, δεν πειράζει) κι ας μην είναι τόσο όμορφα σαν τον Ρομπάκο μου!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου