Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018


Ελληνίδα μάνα

Η καμπαρετζού

-         Καλημέρα φιλενάδα, τι μου κάνεις;

-         Βρε καλώς την, βρε καλώς την! Έλα, πέρνα μέσα, μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε! Πού εξαφανίστηκες ένα μήνα τώρα;

-         Έλειπα - και συγγνώμη βρε καλή μου που δεν σου είπα τίποτε πριν φύγω αλλά ήταν ζόρικα τα πράματα και δεν ήξερα πού θα με βγάλει… και φοβόμουν μήπως και προσπαθήσεις να μου αλλάξεις γνώμη…

-         Φιλενάδα με τρομάζεις. Τι είναι αυτό το τόσο σοβαρό που δεν ήθελες να μου πεις και γιατί να σου αλλάξω γνώμη;

-         Γιατί δεν το λες και το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο αυτό που έζησα, δεν ήταν εύκολη απόφαση κι ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι πώς και το κουτούρησα κι ευλογώ την τύχη μου που μου βγήκε σε καλό τελικά.

-         Μ’ έχει φάει η περιέργεια και η αγωνία - για λέγε!

-         Πρόκειται για τον Βασίλη.

-         Τον γιο σου; Έπαθε τίποτε το παιδί;

-         Τώρα είναι καλά - αλλά πέρασα και πέρασε μεγάλο λούκι.

-         Δηλαδή;

-         Είναι τώρα ο τρίτος χρόνος που σπουδάζει στην Πάτρα. Στην αρχή τον είχα μεγάλη έγνοια, άμαθο δεκαοχτάρικο ήταν όταν έφυγε, αλλά αποδείχτηκε συνετός και συνεπής κι έτσι ξένοιασα λιγάκι.

-         Μέχρι εδώ μια χαρά σας βρίσκω.

-         Μέχρι εδώ κι εγώ μια χαρά ήμουνα. Αλλά εδώ και τρεις μήνες άλλαξε συμπεριφορά. Δεν τον έβρισκα στο τηλέφωνο αργά το βράδυ, που τον έπαιρνα πάντα, τον άκουγα περίεργα, τον ρωτούσα πώς πάει η σχολή και μου τα μάσαγε και γενικά μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά ότι κάτι δεν πάει καλά.

-         Οπότε;

-         Οπότε έριξα τα μούτρα μου και πήρα έναν φίλο του τηλέφωνο.

-         Και;

-         Στην αρχή μου τα μάσαγε κι αυτός αλλά εγώ επέμεινα και τελικά μου αποκάλυψε ότι ο κανακάρης μου είχε μπλεξίματα με μια γυναίκα.

-         Εντάξει, συμβαίνουν αυτά.

-         Συμβαίνουν, ναι. Αλλά άμα σου πω τι εστί η γυνή, θα πέσεις κάτω ξερή όπως έπεσα κι εγώ.

-         Τόσο χάλια;

-         Και χειρότερα. Η λεγάμενη είναι, πρόσεξε, τριάντα-κάμποσο και χορεύτρια σε καμπαρέ!

-         Α πα πα… με καμπαρετζού τάμπλεξε το παιδί; Κι εσύ τι έκανες;

-         Μετά το παρ’ ολίγον εγκεφαλικό; Τα μάζεψα κι έφυγα σφαίρα για Πάτρα. Το καμάρι μου δεν με περίμενε βέβαια και μούρθε ξημερώματα με κάτι μαύρους κύκλους να κάτω από τα μάτια.

-         Φαντάζομαι σκηνικό.

-         Φτωχή κάθε φαντασία. Τον άρπαξα από τα μούτρα, ήταν και εξοντωμένος, μου τα ξεφούρνισε χαρτί και καλαμάρι. Κι εκεί που ήμουν έτοιμη να αρχίσω το κήρυγμα και τις απειλές τύπου διακοπή επιχορήγησης, μου δηλώνει το νιάνιαρο ότι αυτή και καλά είναι η γυναίκα της ζωής του κι ότι αν τη χάσει θα κόψει φλέβες και να μην κάνω τον κόπο να τον αρχίσω στο μπλα μπλα κι άλλα τέτοια χαρωπά.

-         Κι εσύ;

-         Εγώ μετά το δεύτερο παρ’ ολίγον εγκεφαλικό πήρα βαθιές ανάσες, άλλαξα γραμμή πλεύσης (γιατί αυτά τα βλαμμένα είναι ικανά να κάνουν απύθμενες βλακείες πάνω στην τρέλα τους) του είπα ξερά «αυτό θα το δούμε» και πήγα να βρω τον φίλο του.

-         Και τον βρήκες;

-         Όχι μόνο τον βρήκα αλλά του ξεκόλλησα και την πληροφορία πώς λέγεται και πού δουλεύει η εν λόγω «κυρία».

-         Φοβερή σε βρίσκω!

-         Για το παιδί μου μιλάμε, φιλενάδα… Κάτι τέτοιες ιστορίες γύρευε πού μπορούν να καταλήξουν.

-         Και μετά;

-         Την έστησα το βράδυ έξω από το κέντρο που δούλευε. Κάτι τεράστιες φωτογραφίες με την αλογομούρη της, σχεδόν τσίτσιδη με τη «στολή εργασίας» και το όνομα φαρδύ πλατύ από κάτω, οπότε δεν δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω όταν την είδα να αριβάρει με μια κουρσάρα δέκα μέτρα που οδηγούσε ένας κουραδόμαγκας με λαδωμένο μαλλί και μαύρο γυαλί ντάλα νύχτα.

-         Νταβατζής;

-         Αλλά τι; Πνευματικός της καθοδηγητής;

-         Και;

-         Την άφησε κι έφυγε και, καθώς ερχόταν σεινάμενη και κουνάμενη, της βγήκα μπροστά. Ξαφνιάστηκε. Της είπα στεγνά ποια είμαι και ν’ αφήσει τον γιο μου ήσυχο. Κάγχασε. «Ο γιος σου είναι που μου έχει κολλήσει σαν βδέλλα, κυρά μου», μου είπε. «Δεν λέω, νόστιμο παλικαράκι και στα ντουζένια του, μια χαρά καλοπερνάμε, οπότε γιατί θες να μας το χαλάσεις;» Μαύρισε το μάτι μου. «Κεριά και λιβάνια στον τάφο σου θα σου ανάψω, πρόστυχη», ούρλιαξα εκτός εαυτού. «Να αφήσεις το παιδί μου ήσυχο αλλιώς δεν ξέρω τι είμαι ικανή να κάνω».

-         Πω πω σκηνικό… Κι εκείνη τι απάντησε;

-         Έβαλε τα γέλια. «Δεν μας λες κι εμάς μανδάμ τι θα κάνεις, έτσι για να γελάσουμε; Μπας και θα μας καταγγείλεις στην πολιτσία; Ενήλικο είναι το αγοράκι σου, ξέρεις, δεν το αποπλανήσαμε» και φύσηξε στα μούτρα μου τον καπνό από το τσιγάρο της - λέρα σου λέω.

-         Καλά… έχω μείνει. Κι εσύ;

-         Με το τρίτο εγκεφαλικό επί θύραις πέρασαν αστραπή μπροστά από τα μάτια μου όλοι οι τρόποι να την καθαρίσω - μαχαίρι, καραμπίνα, δηλητήριο, να τη σπρώξω στον γκρεμό, να την πατήσω με το αμάξι, να την πνίξω στη μπανιέρα … ό,τι μπορείς να φανταστείς.

-         Δεν σε πιστεύω!

-         Γιατί, με πιστεύω εγώ; Θόλωσα σου λέω, σάλταρα - και ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό μου κι ήξερα πια τι έπρεπε να πω και να κάνω.

-         Περιμένω με αγωνία.

-         Ένιωσα να ξεφουσκώνει όλη μου η ένταση και να μένει μόνο μια ψυχρή οργή. Πλησίασα την μούρη μου στη δική της και της είπα σιγανά και παγωμένα. «Σε καμία αστυνομία δεν θα πάω. Θα σε παραφυλάω νύχτα μέρα - μα εδώ, μα έξω από το σπίτι σου. Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα σε πετύχω μονάχη και λιάδα. Και τότε θα ρίξω βιτριόλι σ’ αυτήν την αλογίσια μούρη σου και θα σε κάνω να μη γνωρίζεις τη φάτσα σου στον καθρέφτη. Γκέγκε; Θα περιμένω όσο κι αν χρειαστεί αν πρόκειται να γλιτώσω το παιδί μου από τα νύχια σου. Συνεννοηθήκαμε;»

-         Βιτριόλι; Πώς σούρθε χριστιανή μου; Κι εκείνη τσίμπησε;

-         Δεν ξέρω κι εγώ πώς μούρθε. Όσο για κείνη, φαίνεται πως είχα την άγρια όψη της τρελής που δεν λογαριάζει τίποτε, ήταν κι οι λέξεις μου κοφτές και σφυριχτές, κι ήρθε κι άλλαξε χρώμα. «Χάρισμά σου το κωλοπαίδι σου», μου είπε περιφρονητικά αλλά με μια σκιά φόβου στη φωνή, «μπλεξίματα με τρελές δεν θέλω» και χάθηκε πίσω από την πόρτα του μπαρ.

-         Και τόκανε;

-         Τόκανε λέει! Τον σχόλασε την άλλη μέρα. Ο δικός μου στα πατώματα, να πεθάνει λέμε. Αρρώστησε με ψηλό πυρετό, δεν έτρωγε, όλη μέρα έκλαιγε, τι να στα λέω… κόντεψα να το χάσω το παιδί μου, γι αυτό κι έμεινα ένα μήνα στην Πάτρα. Αλλά γιατρεύτηκε τελικά - σώμα και ψυχή. Κι όταν μου είπε προχθές «σ’ ευχαριστώ μάνα» δεν χρειάστηκε να ρωτήσω τι και γιατί. Απλά τον αγκάλιασα και πήρα το πρώτο λεωφορείο για το σπίτι μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου