Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018


Άμα δεν σε θέλει…

Σε ταλαιπωρεί μια αδιαθεσία. Τίποτε σοβαρό ή απειλητικό, μια γρίπη καραμπινάτη με όλα τα παρελκόμενα - συνάχι, πονοκέφαλο, βήχα εξαντλητικό, στομάχι χάλια, κακουχία, πιθανόν πυρετός (αλλά δεν βάζεις ποτέ θερμόμετρο), εξάντληση. Μια απλή γρίπη δηλαδή, μόνο που θέλεις να κουκουλωθείς με το πάπλωμα και να πέσεις σε νάρκη καμιά βδομάδα μέχρι να περάσει…

Αντ’ αυτού κάνεις την ανάγκη φιλοτιμία, συμμαζεύεις στοιχειωδώς το νοικοκυριό σου, βάζεις κι ένα φαΐ να ρημαδογίνεται (τι σου φταίει κι ο άλλος να μείνει νηστικός επειδή εσύ βλέπεις κατσαρόλα και ανακατεύεσαι), τσεκάρεις τα  κουράγια σου, καταλήγεις ότι θα αντέξεις κι αποφασίζεις να πας σούπερ μάρκετ για τα βασικά -ψωμί, γάλα, πεκορίνο για τα μακαρόνια. Κατεβάζεις το μάτι της κουζίνας στο μισό, μπαίνεις στο αμάξι κι αμολιέσαι. Βάζεις στο καλάθι και μερικές κονσέρβες για το γατί και λίγα γαλατάκια ΝΟΥΝΟΥ, πληρώνεις στο ταμείο, μπαίνεις στο αμάξι και γυρίζεις το κλειδί στη μίζα.


Αμ δε! Γκζζζ γκζζζ (μία), γκζζζ γκζζζ (δύο) και πάπαλα! Μουλάρωσε και απόθανε… Πρώτη σκέψη να αρχίσεις να κλωτσάς τα λάστιχα. Δεύτερη, πιο ψύχραιμη, να ξαναμπείς στο σούπερ και να πάρεις τηλέφωνο τον φίλο γείτονα να έρθει να σε μαζέψει (βλέπεις έχεις ξεχάσει ΚΑΙ το κινητό). Ο γείτονας δεν απαντά, έχει βγει (πολύ φυσικό) για δουλειές ο χριστιανός και άλλο τηλέφωνο στη γειτονιά δεν ξέρεις απ’ έξω. Οπότε;

Οπότε ξαφνικά θυμάσαι το φαΐ στη φωτιά και παίρνουν φωτιά τα μπατζάκια σου. Παίρνεις τη σακούλα με το γάλα και το τυρί (μη χαλάσουν), αφήνεις τις γατοκονσέρβες, κλειδώνεις σιχτιρίζοντας το αμάξι, το αφήνεις να λιάζεται (σαν τους πρόσφυγες της κυρίας Τασίας στην πλατεία Βικτωρίας) και το κόβεις ποδαράτο. Τρόπος του λέγειν δηλαδή γιατί το σπίτι είναι κανα χιλιόμετρο μακριά κι εσύ παραπατάς από την εξάντληση - αλλά δεν έχεις άλλη επιλογή. Ή αυτό ή το σπίτι μπουρλότο…

Κι εκεί που έχεις κάνει τα πρώτα 50 μέτρα, κοπανάς το πόδι σου σε μια κοτρόνα που ξεφύτρωσε ξαφνικά στο δρόμο και σακατεύεις το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού - και μ’ αυτό το δάχτυλο θα πρέπει να περπατήσεις τα υπόλοιπα 950 μέτρα, εκ των οποίων τα τελευταία 400 ανηφόρα. Θα πατήσεις τα κλάματα, δεν τη γλιτώνεις τώρα - και δεν περνάει και κανένας να κάνεις ωτοστόπ να σε πάει μέχρι πιο πάνω, να θυμηθείς τα χρόνια του αγροτικού που έχανες το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και σταματούσες τις νταλίκες να σε πάνε στο διπλανό χωριό.

Εν τω μεταξύ συνεχίζεις να περπατάς κουτσαίνοντας, να ζαλίζεσαι, να έχεις ένα στομάχι -άντε να μην πω- να διψάς από τον (μάλλον) πυρετό, να βλέπεις ζωντανούς εφιάλτες του τύπου έπιασε-φωτιά-το-σπίτι και τον δρόμο να μακραίνει αντί να κονταίνει. Κάποτε φτάνεις ασθμαίνουσα και πανικόβλητη, μπουκάρεις στην κουζίνα, βλέπεις στο φαγητό στο τσακ να αρπάξει, του βάζεις νερό, βάζεις και σε σένα ένα ποτήρι, το κατεβάζεις μονορούφι και… τρέχεις στο μπάνιο αφού το χάλια στομάχι σου δεν ανέχεται τούτη την εισβολή και την αποκρούει σθεναρά με ένταση και πάθος. Η συνέχεια προβλέψιμη - χώνεσαι κάτω από το πάπλωμα και προσπαθείς να σταματήσεις τα ρίγη - γρίπης, εξάντλησης και στρες…

Αλήθεια - πέρα από το να πάρει πραγματικά φωτιά το σπίτι, τι άλλο θα μπορούσε να πάει περισσότερο στραβά;



Υ.Γ. 1 Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή και επί του πιεστηρίου.

Υ.Γ. 2 Το αυτοκίνητο το μάζεψαν πριν λίγο ο άντρας μου και ο φίλος γείτονας αφού το έβαλαν μπρος με δαγκάνες.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου