Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018


Από αγάπη και πέτρα



Ένα χαρτόκουτο το σπίτι του. Χοντρό χαρτόνι, αντοχής, και μεγάλο - από αμερικάνικο ψυγείο, εκείνα τα δίπορτα που έχουν βρύση για το νερό κι ένα χωνί να βγάζει παγάκια. Έδωσε μάχη για να το πάρει, του την έπεσαν δυο άλλοι απελπισμένοι σαν κι αυτόν πάνω που το τραβούσε από την ανακύκλωση. Τα κατάφερε τελικά, μπορεί να ήταν κι εκείνο το κομμάτι πίτσα που είχε ψαρέψει το προηγούμενο βράδυ από τον κάδο κι είχε στυλωθεί μετά από δυο μέρες αφαγία. Το άρπαξε κι έφυγε τρέχοντας αδιαφορώντας για το μαυρισμένο του μάτι και το λεπτό ρυάκι αίμα που έτρεχε από το σκισμένο του χείλι.

Στο απόμερο στενάκι δίπλα στην πολύβουη λεωφόρο σταμάτησε λαχανιασμένος. Ευτυχώς η κόχη του ήταν απείραχτη. Πέταξε βιαστικά τα παλιά μουλιασμένα χαρτόνια που είχαν πια διαλυθεί κι έστησε το λάφυρό του. Έστρωσε κάτω τις δυο τριμμένες του κουβέρτες, ταχτοποίησε στο βάθος το πλαστικό του πιάτο και το μπουκάλι με το νερό και στρίμωξε σε μια γωνιά το ξεφτισμένο πουλόβερ που είχε βρει πριν μέρες μαζί με άλλα κουρέλια. Έκανε ένα βήμα πίσω κι απόμεινε να το καμαρώνει. Το καινούργιο του σπίτι. Χαμογέλασε πικρά. Σπίτι… Πάει καιρός που είχε ξεχάσει τι στ’ αλήθεια είναι ένα σπίτι. Δεν θυμόταν πόσος, δεν ήθελε να θυμάται, δεν ήξερε καν αν είχε υπάρξει ποτέ κάτι τέτοιο. Τα είχε μαζέψει όλα σε έναν μπόγο θύμησες και τα είχε τσουβαλιάσει σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού του - σπίτι, δουλειά, απόλυση, ανεργία, απόγνωση, κατάσχεση, έξωση, ερημιά… ψυχής και μυαλού.

Κούνησε το κεφάλι να διώξει τις άχρηστες, άσκοπες σκέψεις. Το βασικό ζητούμενο ήταν να βρει κάτι να φάει, τη στέγη του την είχε καβαντζώσει για τα καλά με το αμερικάνικο χαρτόκουτο. Με το ένα μάτι πάντα πάνω στο πολύτιμο απόκτημά του πλησίασε τον κοντινότερο κάδο. Τυχερός που το στέκι του ήταν κοντά σε φαγάδικα, από κείνα που οι πελάτες παραγγέλνουν δυο φορές όσα μπορούν να φάνε και πάντα περίσσευαν μπόλικα που τα γκαρσόνια μάζευαν βαριεστημένα σε σακούλες και τα πετούσαν αδιάφορα αν δεν τα ζητούσαν οι ίδιοι οι πελάτες για τα σκυλιά τους. Δεν ήταν πολλοί αυτοί οι τελευταίοι - ευτυχώς δηλαδή, γιατί αλλιώς θα είχε πεθάνει από την πείνα. Η αποψινή εξερεύνηση πήγε ανέλπιστα καλά, βρήκε ένα ολόκληρο σχεδόν μπούτι κοτόπουλο χωμένο κάτω από υπολείμματα σαλάτας. Το άρπαξε βιαστικά, γύρισε στο σπίτι του μασουλώντας λαίμαργα, σκούπισε το στόμα με τα χέρια και τα χέρια πάνω στα ρούχα, χώθηκε στο χαρτόκουτο, σκεπάστηκε με την φτενή κουβέρτα, κάρφωσε τα μάτια στον σκοτεινό ουρανό και χάθηκε στις σκέψεις του.

Όχι, δεν σκεφτόταν τα παλιά. Αυτά είπαμε - τα είχε καταχωνιάσει σε βαθιά λαγούμια, άχρηστα του ήταν έτσι κι αλλιώς. Ούτε και τα καθημερινά σκεφτόταν, άφηνε την κάθε μέρα να κυλήσει από μόνη της κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Το είχε φιλοσοφήσει το πράγμα καιρό τώρα - δεν θάχανε δα κι η Βενετιά βελόνι αν αυτός χανόταν κάποια στιγμή από προσώπου γης. Κι ούτε και θα τον έψαχνε κανείς. Στενούς συγγενείς δεν είχε πια, οι μακρινοί δεν ήθελαν να τον ξέρουν κι όσο για φίλους, δεν είχε ποτέ. Μονόχνωτος κι απόσκιος μια ζωή, ακόμα και στις καλές μέρες, δύσκολα του έπαιρνες κουβέντα. Στη δουλειά με τους συναδέλφους τα τυπικά κι απολύτως αναγκαία, στη γειτονιά άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αμίλητος ψώνιζε τσιγάρα και ψωμί κι αμίλητος έκλεινε πίσω του την πόρτα. Και τώρα, που δεν υπήρχε πόρτα να ταμπουρωθεί πίσω της, η ίδια απομόνωση. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων έσερνε απλά το κορμί του σε δρόμους χωρίς προορισμό, χωρίς αρχή και με άγνωστο τέλος. Δεν τον ένοιαζε ωστόσο - εκείνο που τον μάτωνε ήταν αυτή η απέραντη μοναξιά που κάποτε την μασκάρευε η καθημερινή ρουτίνα και τώρα, απογυμνωμένη και τρομαχτική, τον είχε αδράξει από τον λαιμό και τον στραγγάλιζε σιγά σιγά. Κι αυτήν ζωγράφιζε στις πλάκες  του πεζοδρομίου γύρω από το στέκι του με τον μαύρο μαρκαδόρο -τον μόνο που είχε βγάλει από το παραπεταμένο κουτί που είχε ψαρέψει πριν καιρό στα σκουπίδια.

Την βρήκε τυχαία κάποιο σούρουπο που τα άσκοπα βήματά του τον έφεραν λίγο μακρύτερα από τις συνηθισμένες του διαδρομές, στον δρόμο με τα τουριστικά. Κείτονταν σε μια κούτα ανάμεσα σε διάφορα άχρηστα αντικείμενα. Μια σπασμένη γκλίτσα,  ένας ραγισμένος αμφορέας με μαιάνδρους, ένα τσολιαδάκι με σκισμένη φουστανέλα - κι εκείνη. Τόσο διαφορετική από την μίζερη συντροφιά της, τόσο αγέρωχη, τόσο αιθέρια. Έσκυψε και την πήρε στα χέρια του προσεκτικά, σχεδόν ευλαβικά. Μια προτομή μαρμάρινη, μάλλον γυναικεία μορφή. Πήγε κάτω από το φως της κολόνας για δει καλύτερα ρίχνοντας κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά μπας και τον είχε δει κανείς μέχρι που  συνειδητοποίησε πως δεν είχε κλέψει τίποτε, απλά μάζεψε κάτι πεταμένο - και χαλάρωσε.

Εξέτασε προσεκτικά το αναπάντεχο λάφυρο. Ήταν πράγματι μια γυναικεία μορφή, ένα κεφάλι με λίγο λαιμό από κάτω ίσα για να στέκεται στη βάση που κάποτε θα το στήριζε. Ένα μικρό σπάσιμο στο δεξί φρύδι και ένα σχεδόν αόρατο ράγισμα στη μύτη του έδωσαν την απάντηση για το πώς βρέθηκε στα σκουπίδια. Το υπόλοιπο όμως, κεφάλι και πρόσωπο, ήταν άθικτο. Βοστρυχωτά μαλλιά πλαισίωναν ένα αρμονικό, όμορφο πρόσωπο. Μάτια που κοιτούσαν στο πλάι με μια αδιόρατη μελαγχολία κι χείλη ελαφρά ανοιχτά, σαν να χαμογελούσε, σαν και να ήθελε κάτι να του πει. Σκούπισε με το μανίκι του τη σκόνη στη βάση του λαιμού και διάβασε το χαραγμένο όνομα της αρχαίας, όπως υπέθεσε, θεάς. «ΝΙΚΗ». Το ξαναδιάβασε κι ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα δικά του χείλη. Νίκη… Η ζωή του ένα κομπολόι ήττες - και να που επιτέλους του χαμογελούσε μια Νίκη, έστω και μαζεμένη από τα αζήτητα.

Αγκαλιά με την Νίκη του γύρισε βιαστικά στο χαρτόσπιτο αγχωμένος ξαφνικά για την τόση καθυστέρηση και για το τι θα αντίκριζε στη γωνιά του. Ευτυχώς όλα καλά. Βάλθηκε να καθαρίσει με προσοχή το πολύτιμο εύρημά του καταναλώνοντας σχεδόν το μισό μπουκάλι από το νερό του - αλλά χαλάλι. Η Νίκη έλαμψε στο μισοσκότεινο σοκάκι σαν και να είχε δικό της φως, εσωτερικό -ή έτσι του φάνηκε. Τη γύρισε ελαφρά στο πλάι έτσι ώστε να τον κοιτάζει και ξαφνικά μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του. Έψαξε βιαστικά και βρήκε το ξεχασμένο κουτί με τους μαρκαδόρους, το σκάλισε ανυπόμονα κι έβγαλε τον μπλε. Πολύ προσεκτικά, σαν και να φοβόταν μην την πονέσει, χρωμάτισε τα μάτια της με μπλε βαθύ, σαν της φεγγαρόφωτης νύχτας. Το πέτρινο πρόσωπο φάνηκε να ζωντανεύει. Σε μια δεύτερη παρόρμηση έπιασε έναν άλλον μαρκαδόρο και έβαψε τα χείλη με ένα ροζ γλυκό, αθώο, παιδιάστικο σχεδόν. Δεν τα ήθελε κόκκινα, του θύμιζαν τις απελπισμένες φτηνές πόρνες που έκαναν πιάτσα για πέντε ευρώ στη γωνιά του δρόμου «του» με την λεωφόρο.

 Όταν τέλειωσε τη ζωγραφική έκανε λίγο πίσω το κεφάλι και κοίταξε εξεταστικά τη Νίκη του. Τα μάτια της τον κοιτούσαν γλυκά, λίγο μελαγχολικά και με μια αναπάντεχη τρυφερότητα - έτσι θάρρεψε. Και τα ροζ χείλη σαν να του φάνηκε πως σάλεψαν μια ιδέα, σαν κάτι να του ψιθύριζαν που μόνο εκείνος μπορούσε να αφουγκραστεί. «Είμαι ο Κοσμάς», της συστήθηκε αδέξια. Χρόνια είχε να πει το όνομά του, ακούστηκε σαν ξένο και στα ίδια του τα αυτιά, κόντευε να το ξεχάσει πια. Κι η Νίκη -έπαιρνε όρκο- του χαμογέλασε δειλά.

Έρχεται μια στιγμή στη ζωή του ανθρώπου που όλα αλλάζουν κι αυτή η στιγμή γίνεται ορόσημο -κάτι σαν σύνορο που χωρίζει το πριν από το μετά. Δεν το καταλαβαίνουν όλοι όταν συμβαίνει και πολλοί δεν το καταλαβαίνουν ποτέ. Για τον Κοσμά το ορόσημο ήταν η στιγμή που βρήκε την Νίκη. Τουλάχιστον στη ζωή που ζούσε τώρα μιας και την άλλη, την παλιά, την είχε κλειδώσει σε συρτάρι μυστικό κι είχε πετάξει το κλειδί -ή έτσι νόμιζε, μιας κι ούτε κι ο ίδιος κατάλαβε πότε άρχισε να το ανασκαλίζει πάλι. Η αρχή έγινε τα ξημερώματα της άλλης μέρας, όταν οι αχτίδες του ήλιου πέρασαν ανάμεσα από την τέντα του περίπτερου και την ταμπέλα του απέναντι μαγαζιού κι έπεσαν κατ’ ευθείαν πάνω του - και πάνω στα μάτια της έτσι καθώς την κρατούσε αγκαλιά.

Το μπλε του μαρκαδόρου λαμπύρισε κι ήταν σαν και να ζωντάνεψε το βλέμμα της, σαν και να τον κοίταζε ολόισια στα δικά του μάτια. «Καλημέρα» της ψιθύρισε δειλά, συνεσταλμένα, σαν έφηβος σε πρώτο ραντεβού. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τρυφερά τα πέτρινα μαλλιά. Του φάνηκαν τόσο απαλά, η κίνηση τόσο οικεία. Απότομα κι ακάλεστα αναδύθηκε από το μακρινό παρελθόν η εικόνα μιας παρόμοιας κίνησης -μια γυναίκα να  χαϊδεύει το κεφάλι ενός δεκάχρονου αγοριού με τη σχολική τσάντα στην πλάτη, να ακουμπά ένα φευγαλέο φιλί στα μαλλιά του και να ψιθυρίζει «στο καλό και καλό δρόμο αγόρι μου». Η μάνα του κι εκείνος…

Η ανάμνηση τον τάραξε. Ούτε και θυμόταν πόσα χρόνια είχε να σκεφτεί τη μάνα του. Η μορφή της θολή στο μυαλό του, ξεθωριασμένη. Βάλθηκε άθελα να την ξαναφέρει στη μνήμη του με λεπτομέρειες και χωρίς να το καταλάβει άρχισε να την περιγράφει ψιθυριστά στην Νίκη. Κι όσο μιλούσε, τόσο ζωντάνευε η φιγούρα της, τόσο ένιωθε την παρουσία της γύρω του, τόσο είχε την αίσθηση πως θα τη δει να ξεπροβάλει από το απέναντι παρκάκι. Την αγαπούσε τη μάνα του -ίσως και να ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που αγάπησε στη ζωή του τη ρημαγμένη. Πατέρα δεν γνώρισε, τον έχασε όταν ήταν μωρό ακόμα, κι εκείνη πάλεψε παλικαρίσια να τον μεγαλώσει με αξιοπρέπεια.

Της τα ιστόρησε όλα αυτά με φωνή τρεμάμενη που έσπαγε κάθε τόσο -κι εκείνη τον άκουγε προσεκτικά, αμίλητη αλλά με τόση κατανόηση και συμπάθεια όση δεν είχε εισπράξει ποτέ από τις λιγοστές, είναι αλήθεια, συναναστροφές του στα πρώτα νεανικά του χρόνια, προτού κάποιες απογοητεύσεις και η φυσική του δειλία και συστολή τον απομονώσουν από όλους γύρω του. Ξάφνου συνειδητοποίησε ταραγμένος ότι τόση ώρα μιλούσε σε μια πέτρινη μορφή -ή μήπως όχι; Στον εαυτό του μιλούσε, που κι αυτόν τον είχε κάνει πέρα χρόνια τώρα, θυμωμένος για τις αποτυχίες του, πικραμένος για τον απομονωτισμό του, οργισμένος για την κατάντια του.

Κοίταξε την Νίκη προσεκτικά, καχύποπτα, να δει αν τον κορόιδευε κι αυτή σαν όλους εκείνους, παλιά,  που τον είχαν κάνει να κλειστεί στον εαυτό του. Μα εκείνη τον κοίταζε με τα σκούρα μπλε μάτια της γεμάτα κατανόηση και συμπάθεια -όχι συμπόνια, αυτό δεν θα το άντεχε- και σαν να είδε τα χείλη της να κινούνται ελαφρά παροτρύνοντάς τον να της εξομολογηθεί κι άλλα.

Έτσι άρχισε μια καινούργια περίοδος στην άχαρη κι αδιέξοδη καθημερινότητα του Κοσμά. Μιλούσε στη Νίκη συνεχώς, σαν να κυνηγούσε τον χρόνο, σαν να ήθελε να πει μαζεμένα όλα όσα σωρεύονταν στην ψυχή του όλα αυτά τα χρόνια της μοναξιάς. Σιγανά, ψιθυριστά, ρίχνοντας καχύποπτες ματιές γύρω του μπας και κάποιος παρείσακτος είχε στήσει αυτί να ακούσει τα μυστικά τους. Σιγά σιγά της ξεδίπλωσε κάθε πτυχή της ζωής του, της ανέφερε κάθε ξεχασμένη λεπτομέρεια ξαφνιάζοντας συνεχώς τον ίδιο του τον εαυτό με το πώς και τα θυμόταν όλα τούτα τόσο απρόσμενα και τόσο καθαρά.

Της είπε για τα χρόνια του τα παιδικά. Πόσο αδικημένος  κι ανασφαλής ένιωθε που δεν είχε τον πατέρα του κοντά του. Που γύριζε από το σχολείο κι άνοιγε μόνος του με το κλειδί την πόρτα κι έβαζε να ζεστάνει μόνος του το φαγητό του, επτά χρόνων παιδάκι, γιατί ή μάνα του γυρνούσε βράδυ κατάκοπη από τα γραφεία που καθάριζε για να τον αναστήσει. Που διάβαζε μόνος του. Που δεν είχε φίλους γιατί, θες από φυσικού του θες από την δύσκολη καθημερινότητα που ζούσε, είχε γίνει ένα κλειστό παιδί που εξελίχθηκε σε έναν ακόμη πιο κλειστό έφηβο. Που δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια πάνω σε κοπέλα από τον φόβο μήπως τον κοροϊδέψει.

Της μίλησε για την άχαρη φοιτητική ζωή του, το ίδιο απομονωμένη και μοναχική. Για την Άντρυ, τη συμφοιτήτριά του από την Κύπρο, τον πρώτο του έρωτα. Δεν της τον εξομολογήθηκε ποτέ κι εκείνη ξαναγύρισε στην πατρίδα της. Για την Ελευθερία, τη συνάδελφό του στη δουλειά, που αγάπησε δυνατά. Ούτε και σ’ εκείνη μίλησε -μέχρι που του έδωσε χαμογελώντας το προσκλητήριο του γάμου της και μια άκρη της ψυχής του πέθανε για πάντα.

Δεν αγάπησε ξανά. Δεν τόλμησε; δεν είχε την ευκαιρία; Δεν τόψαξε ποτέ, δεν πρόλαβε. Τον πήρε παραμάζωμα η ζωή κυνηγώντας τον με απανωτά χαστούκια κι εκείνος έτρεχε ασθμαίνοντας να γλιτώσει. Έχασε τη μάνα του, άδειασε το σπίτι, άδειασε το μέσα του. Κλείστηκε ακόμα πιο πολύ στον εαυτό του. Σήκωσε φράγματα ανάμεσα σ’ εκείνον και τους γύρω του, σταμάτησε να λέει ακόμα και καλημέρα στον περιπτερά, έγινε απόσκιος, σταμάτησε να πηγαίνει τα μοναχικά σινεμά του, σταμάτησε να βγαίνει έξω, να πηγαίνει οπουδήποτε πέρα από τη δουλειά του-μέχρι που ήρθε η κρίση και την έχασε κι αυτή.

Ραγδαίες οι εξελίξεις από κει και μετά, ένα ντόμινο καταστροφών. Απλήρωτο το ρεύμα, απλήρωτοι οι φόροι, απλήρωτο το δάνειο. Μηδενικός ο πενιχρός τραπεζικός λογαριασμός και κανείς πουθενά τριγύρω να στραφεί για βοήθεια. Κατάσχεση, έξωση, απόγνωση, πανικός. Κι από κει που δεν έβγαινε έξω από το σπίτι του ούτε για σινεμά, κατάντησε σ’ αυτό το έξω να ζει, από παγκάκι σε παγκάκι και σε στέγαστρα μαγαζιών - μέχρι που ανακάλυψε τούτη την κόχη στο απόμερο στενό και την έκανε καταφύγιο και κούρνια του. Σκέψεις να βάλει τέλος στη ζωή του σκόνταψαν πάνω στην ατολμία του - «ούτε και γι αυτό δεν είσαι άξιος», ελεεινολογούσε τον εαυτό του. Κι έτσι συνέχισε να ζει «ερήμην» κι άθελά του σ’ έναν κόσμο γκρίζο, σκοτεινό, εφιαλτικό.

Ο ερχομός της Νίκης ήταν η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γκρίζο και σκοτεινό πριν και σε ένα απρόσμενα χρωματιστό και φωτεινό μετά. Άργησε να το πάρει χαμπάρι, χρειάστηκε κάμποσες μέρες για να διαπιστώσει ξαφνιασμένος πως ο ουρανός ήταν πάντα γαλάζιος, πως τα καχεκτικά δεντράκια στο κοντινό πάρκο είχαν ακόμα πράσινο χρώμα, έστω και αναιμικό, πως ο ήλιος συνέχιζε να ανατέλλει κάθε πρωί και να φωτίζει τα όμορφα και τα άσχημα τούτης της γης. Τα έδειχνε όλα αυτά στην πολύτιμη, μοναδική του φίλη του κι εκείνη τα καθρέφτιζε μέσα στα σκούρα μπλε μάτια της -κι ήταν σαν να τα έβλεπε κι εκείνος από την αρχή. Γλύκανε μια στάλα η θλίψη μέσα του, καταλάγιασε λιγάκι η αγανάκτηση,  μαλάκωσε όσο να’ ναι η μισανθρωπιά του. Μέχρι και στον περιπτερά είπε καλησπέρα ένα απόγευμα που πήγε να πάρει το μπουκάλι με το νερό αφήνοντάς τον έκπληκτο να τον κοιτάζει καθώς επέστρεφε στην κόχη του σιγοσφυρίζοντας.

Κάποτε τέλειωσε με την εξομολόγηση. Της τα είχε πει όλα, όσα τουλάχιστον δεν είχε σβήσει του χρόνου το σφουγγάρι ή της πίκρας και της οργής ο μαύρος μαρκαδόρος. Μα δεν σταμάτησε να της μιλά. Για τα σχέδια που έκανε κάποτε να φτιάξει μια φάρμα και να φροντίζει το μποστάνι και τα ζωντανά του. Για τα ταξίδια που πάντα ονειρευόταν να κάνει και που ποτέ του δεν κατάφερε -στις Πρέσπες, στη Βεργίνα, στα Κυκλαδονήσια. Αλλά και πιο μακρινά -στο Παρίσι, στις λίμνες της Σκωτίας, στα παγωμένα φιορδ. Για τα αδέλφια που τόσο ήθελε πάντα και που δεν είχε ποτέ. Για την σύντροφο που δεν τον αξίωσε η ζωή να συναπαντήσει, για την οικογένεια που δεν απόχτησε και που τόσο λαχταρούσε ακόμα. Εκεί χαμήλωνε τη φωνή, την έκανε τρυφερή και της έλεγε ψιθυριστά «μα τώρα έχω εσένα -σύντροφο, φίλη, κόρη κι αδελφή μαζί… φτιαγμένη από αγάπη και πέτρα μόνο για μένα… Νίκη μου… ψυχή μου…». Οι διαβάτες που περνούσαν αδιάφορα από μπροστά του τον άκουγαν να μιλά σιγανά και, μη βλέποντας κανένα δίπλα του, κουνούσαν με συμπόνια το κεφάλι. «Ένας ακόμα σαλεμένος», μουρμούριζαν -μα εκείνον διόλου δεν τον ένοιαζε η γνώμη τους. Ήταν -επιτέλους- ευτυχισμένος.

Είχε πέσει παγωνιά το βράδυ εκείνο. Όλο το απόγευμα έριχνε χιονόνερο κι οι αραιοί διαβάτες, βιαστικοί, δεν έβλεπαν καν τον σκοτεινό όγκο που κούρνιαζε σ’ ένα μεγάλο χαρτόκουτο από αμερικάνικο ψυγείο στην είσοδο της παλιάς ακατοίκητης πολυκατοικίας. Ο Κοσμάς τυλίχτηκε σφιχτά στις δυο τριμμένες του κουβέρτες σε μια μάταιη προσπάθεια να φυλαχτεί από το κρύο που τον περόνιαζε. Από το πρωί κάτι δεν πήγαινε καλά μέσα του -το ’νιωθε κι ας μη μπορούσε να το εντοπίσει. Κοίταξε τη Νίκη επίμονα λες και θα μπορούσε εκείνη να του δώσει την απάντηση. Είδε τα μάτια της θλιμμένα κι ένιωσε να τον πλημμυρίζει κι αυτόν η ίδια θλίψη, απέραντη, ανεξήγητη, καταλυτική. Άπλωσε το χέρι, χάιδεψε τα πέτρινα μαλλιά, το λείο μάγουλο. Ακούμπησε απαλά τα μισάνοιχτα χείλη και σαν να τα ένιωσε να τρεμίζουν με παράπονο.

Ένας οξύς πόνος. Τράβηξε το χέρι, διπλώθηκε, έγινε ένα κουβάρι. Μα ο πόνος δυνάμωνε, απλωνόταν σ’ όλο του το στήθος, του έκοβε την ανάσα, του θάμπωνε τη ματιά. Παρέλυσε. Κοντανασαίνοντας τράβηξε με κόπο κοντά του την Νίκη του. Ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. «Φεύγω…», της ψιθύρισε με δυσκολία, με αγωνία ανείπωτη «τι θα απογίνεις καλή μου, τι…». Δεν αποτέλειωσε την φράση του. Προσπάθησε να της χαμογελάσει, να απαλύνει τη θλίψη της. Τα μάτια του, γυάλινα,  καρφώθηκαν στα δικά της με το μπλε της φεγγαρόφωτης νύχτας… που έγινε μαύρο ξαφνικά… ίδιο με τη νύχτα που τον κατάπιε.

Τον περιμάζεψε την άλλη μέρα το πρωί το ασθενοφόρο, ειδοποιημένο από τον περίλυπο περιπτερά.

Κανείς δεν έδωσε σημασία σε μια ραγισμένη μαρμάρινη προτομή με μάτια βαμμένα στο μπλε της νύχτας, υγρά από το χιονόνερο που εξακολουθούσε να πέφτει.

Κανείς δεν είδε το αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπο του ανώνυμου απόκληρου.

Κανείς δεν πρόσεξε το ανεπαίσθητο σημάδι από ροζ μαρκαδόρο στην άκρη των χειλιών του.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου