Τρίτη 27 Μαρτίου 2018


Με αφορμή την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου μέρος της δεύτερης σκηνής από το (άτιτλο ακόμη) θεατρικό μου που περιμένει στο συρτάρι τη σειρά του!


ΘΕΑΤΡΙΚΟ - ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ


(Μια παρέα τεσσάρων παιδιών, δύο  αγόρια και δύο κορίτσια, γύρω από ένα τραπεζάκι στο καφέ «Γοργόνα». Καπνοί από τσιγάρα, καφέδες, φωνές τριγύρω και η μουσική στη διαπασών - κάποιο τραγούδι της Μαντόνα. Η Βαλέρια μπαίνει,  πάει κατ’ ευθείαν στην παρέα της και σωριάζεται σε μια πολυθρόνα φωνάζοντας «Θανάσηηη... καφέ!!!»)


«Κεφάκια βλέπω.»

«Κόφτο Νικόλα γιατί εσύ θα την πληρώσεις.»

«Τι έγινε ρε φιλενάδα; Πάλι ανάποδα ξύπνησες;»

«Δεν ξύπνησα, Εριέττα, με ξύπνησε το αστέρι από δω. Αχάραγα!»

«Ε όχι και αχάγαγα. Έντεκα η ώρα ήταν, πείτε καλέ και σεις κάτι που την ακούτε να λέει μπούγδες και την αφήνετε…»

«Έντεκα είναι αξημέρωτα για την Βαλέρια, ακόμα να το μάθεις ρε συ Ειρήνη;»

«Γι αυτό σε πάω ρε Μήτσο, γιατί με καταλαβαίνεις, μεγάλε».

«Μμμμ! Το ίδιο ανεπγόκοπος είναι κι αυτός, γι αυτό ταιγιάζετε. Ο κόσμος κοιμάται τη νύχτα και ξυπνάει πγωι, όχι μεσημέγι.»

«Και σένα μαρή τι σε κόφτει τι ώρα θα ξυπνήσω; Παιδονόμο σε βάλανε; Αφού σου είπα, ξενύχτησα».

«Με τον... λεγάμενο;»

«Άσε ρε Εριέττα! Άσε γιατί... ως εδώ είμαι. Έγινε του μνημονίου».

«Τσακωθήκατε πάλι; Αμάν ρε συ Βαλέρια, έλεος δηλαδή. Ούτε έξι μήνες δεν τάχετε κι έχετε ρίξει καυγάδες χρόνων».

«Μού ’κατσε μαλάκας, τι θες τώρα».

«Να πάρεις μια απόφαση και να ηρεμήσεις, αυτό θέλω. Κι άστο αυτό το ρημάδι κάτω, τώρα το ’σβησες».

«Μην κάνεις σαν τη μάνα μου, να χαρείς. Θανάσηηηη! Θα τον φέρεις εκείνον τον ρημαδοκαφέ ή θα πάω απέναντι στο περίπτερο;»

«Νεύγα, πολλά νεύγα έχεις κι ο καφές θα σε χαλάσει χειγότεγα. Να πάγεις σοκολάτα να σε καλμάγει».

«Ρηνούλα! Κανόνισε να την πληρώσεις εσύ.  Τι με αγριοκοιτάς ρε Νικόλα, εμ με ξύπνησε εμ με συγχίζει. Καλά, οκ, συγνώμη παιδιά αλλά τα νεύρα μου είναι γκιπούρ. Έλα μαρή, μη σουφρώνεις τα χείλη σα μωρό... άντε, με συχωρείς, εντάξει; Εντάξει λέω;»

«...νταξ…»

«Θα μας πεις τι έγινε με τον έτσι;  Άντε, μπας και ξεφορτώσεις μέχρι νάρθουν κι οι άλλοι για να πούμε τα σοβαρά».

«Μπράβο ρε Μήτσο! Και σε θεωρούσα και φίλο. Τα δικά μου δηλαδή δεν είναι σοβαρά; Για την πλάκα μου χαλιέμαι; Και πού είναι οι άλλοι για νάχουμε καλό ρώτημα;»

« Η Μυρτώ είναι στο δρόμο, πήρε τηλέφωνο, κι ο Στάθης έστειλε μήνυμα ότι του χάλασε το μηχανάκι και προσπαθεί να το βάλει μπρος»

«Καλά κουκούλια. Εγώ λέω ν’ αρχίσουμε χωρίς να τους περιμένουμε και μετά τους λέμε τι αποφασίσαμε»

«Κάτσε ρε Βαλέρια με τα αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Ή είμαστε παρέα ή δεν είμαστε. Εγώ λέω να μας πεις τα δικά σου κι έρχονται και οι άλλοι.»

«Να κόψεις τα μεσημεριανάδικα, Νικόλα, σκέτη Κατίνα έγινες.»

«Τώγα γιατί γίνεσαι άδικη; Από ενδιαφέγον το λέει κι όχι για κουτσομπολιό. Πες τα να ξαλαφγώσεις μπας κι ηγεμήσεις και μπογέσουμε να κανονίσουμε εκείνη τη γημάδα την εκδγομή.»

« Πάει καλάααα. Έχουμε και λέμε. Με τον Σωτήρη είμαστε μαζί από την Πρωτοχρονιά, κοντά εξάμηνο. Τα ξέρετε αυτά, προχωρώ στο παρασύνθημα. Ωραίος τύπος, μηχανή χιλιάρα δικιά του, ΤΕΙ φυσικοθεραπεία με καμιά εικοσαριά μαθήματα στη ράδα. Καλό χαρτζιλίκι, δικηγόρος ο μπαμπάς, πολύ καλό κρεβάτι».

«Τζακ ποτ δηλαδή! Ωραίος, ματσωμένος και μάτσο. Πού χαλάει η συνταγή;»

«Ζηλεύει Μητσάρα μου! Πράσινος γίνεται έτσι και δει να με κοιτάζει κανένας. Σκηνές απείρου κάλλους. Και να πείτε ρε παιδιά ότι ξενοκοιτάζω... ότι δίνω πάτημα... Με ξέρετε δα. Αν δεν γούσταρα, θα τον σχόλαγα και θα πήγαινα παρακάτω. Για να είμαι μαζί σου, μαλάκα, σε κάνω κέφι... Κι αν μου τελειώσει, θα πάρεις το πασαπόρτι σου μετ’ επαίνων, που λένε, και άντε γεια. Οπότε - τι με πρήζεις;»



Η πρώτη σκηνή εδώ:














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου