Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018


Ο σεισμός

Η είδηση για τον νυχτερινό σεισμό των 4,8 ρίχτερ στη Κεφαλλονιά μου έφερε (όπως κάθε φορά) μνήμες από τον μεγάλο σεισμό του 1981 με τα 6,7 ρίχτερ.

24 Φεβρουαρίου γύρω στις 11 το βράδυ και είμαι  στο σπίτι μου, έγκυος 5 μηνών στον πρώτο μου γιο, μαζί με μια φίλη που είχε έρθει να μου κάνει παρέα μιας κι ο άντρας μου εφημέρευε.  Μόλις είχαμε τελειώσει την πίτσα που είχαμε παραγγείλει και βλέπαμε στην τηλεόραση «Το φως του αυγερινού», ένα σήριαλ με τον Αλμπέρτο Εσκενάζυ που έκανε θραύση εκείνη την περίοδο. Ξαφνικά ακούμε μια υπόκωφη βοή και, πριν προλάβουμε να αναρωτηθούμε, αρχίζει να τρέμει η πολυκατοικία (έμενα στον τρίτο όροφο), το φως στο ταβάνι να πηγαινοέρχεται, οι τοίχοι (έτσι μου φάνηκε) να συγκλίνουν και τα γυαλικά στον μπουφέ να χορεύουν κουδουνίζοντας. Κοιταζόμαστε με την Νάντια, «σεισμός», λέμε με μια φωνή, πεταγόμαστε από τον καναπέ και τρέχουμε κάτω από την κάσα της πόρτας του σαλονιού. Τα δευτερόλεπτα που κράτησε το ταρακούνημα μας φάνηκαν αιώνας.

Κάποτε σταμάτησε η γη να τρέμει. Χτυπά το τηλέφωνο, ήταν η μάνα μου. «Είσαι καλά;» με ρωτά όλο αγωνία, «καλά είμαι» της απαντώ, «κατέβα αμέσως κάτω, ερχόμαστε με τον πατέρα σου να σε πάρουμε, θα πάμε στο εξοχικό να βγάλουμε τη βραδιά» - έμεναν κι εκείνοι σε πολυκατοικία δέκα λεπτά από μένα και τον είχαν καταλάβει πολύ έντονα. Εκείνη τη στιγμή κόπηκε και το ρεύμα.

Όπως ήμουν με το νυχτικό και τη ρόμπα αρπάζω ψηλαφητά τα κλειδιά του σπιτιού από το τραπεζάκι του χολ, ανοίγω την πόρτα και ξεχυνόμαστε με την φίλη μου στον διάδρομο. Σκοτάδι πίσσα, πηγαίναμε τοίχο τοίχο, εγώ κρατώντας την κοιλιά μου λες κι έτσι θα προστάτευα το μωρό που είχε λουφάξει και δεν κουνιόταν καθόλου, μέχρι να βρούμε τη σκάλα ενώ από κάθε διαμέρισμα πετάγονταν έντρομοι άνθρωποι φωνάζοντας «το παιδί, το παιδί», «Μαρούλα πού είσαι;», «Γιάννη πάρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου» κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Κατεβήκαμε κουτρουβαλώντας τα σκαλιά μέχρι το ισόγειο. Η είσοδος ήταν κάπως φωτισμένη από τους προβολείς των αυτοκινήτων όσων είχαν βγει πριν από μας κι έτσι μπορέσαμε να βρούμε την έξοδο και να βγούμε στο πεζοδρόμιο όπου γινόταν πανζουρλισμός -όλη η γειτονιά στο δρόμο, μωρά να κλαίνε, γυναίκες να τρέμουν, άντρες να προσπαθούν να μείνουν ψύχραιμοι και να συμμαζέψουν την οικογένεια. Κινητά δεν υπήρχαν ακόμη τότε, επικοινωνία μηδέν. Δεν έκανε ιδιαίτερο κρύο θυμάμαι αλλά η υγρασία σε περόνιαζε.

«Να μπούμε μέσα στο αμάξι μέχρι να έρθουν οι δικοί σου, θα πουντιάσεις», μου λέει η Νάντια και ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι έχει αφήσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου της επάνω. Τώρα; Αρπάζει τα κλειδιά του σπιτιού από το χέρι μου, «ανεβαίνω» μου φωνάζει και χάνεται στο σκοτάδι της εισόδου πριν προλάβω να αντιδράσω. Η αγωνία μου στο κατακόρυφο. Κι αν γινόταν δεύτερος, μεγαλύτερος; Κι αν έπεφτε η πολυκατοικία; Τα λεπτά περνούσαν, εκείνη δεν φαινόταν πουθενά κι εγώ να τρέμω από την ταραχή -ευτυχώς δεν έγινε άλλος σεισμός εκείνη την ώρα. Κάποια στιγμή την βλέπω να βγαίνει τρέχοντας ανεμίζοντας τα κλειδιά «τα βρήκα» μου φωνάζει, «πήρε κι ο Μανώλης όσο τα έψαχνα στα σκοτεινά να δει πώς είσαι και του τα είπα στα γρήγορα, όσα πρόλαβα γιατί κόπηκε και το τηλέφωνο». «Καλά είναι;», τη ρωτάω, «καλά», μου απαντά, «γίνεται χαμός στο Λαϊκό». Λίγο μετά ήρθαν οι δικοί μου, η Νάντια έφυγε για το σπίτι της κι εμείς για το εξοχικό όπου και περάσαμε τη νύχτα.

Το μωρό μέσα μου έκανε τρεις μέρες να ξανακουνηθεί, επηρεασμένο προφανώς από το δικό μου σοκ - σεισμόπληκτο το μαναράκι μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου