Σάββατο 10 Μαρτίου 2018


Ο γερο-βασιλιάς



«Ο βασιλιάς απόθανε - να ζήσει ο βασιλιάς μας»

Φωνάζαν οι υπηκόοι του. Κι εκείνος αγροικούσε

Απ’ το στερνό κρεβάτι του τ΄ομορφοσκαλισμένο

Μες στη χρυσή του φορεσιά την χιλιοκεντημένη

Κωνσταντινάτα εκατό, μαργαριτάρια χίλια



Στα σταυρωμένα χέρια του μαγιάτικο λουλούδι

Να τόχει να μυρίζεται στης κάτω γης τις στράτες

Κι είχε τα μάτια σφαλιστά, τα χείλη σφραγισμένα

Δίπλα του τον παράστεκε πανώριο παλικάρι



«Γιόκα μου, φως τ’ αυγερινού, της θάλασσας αγέρι

Σίμωσε κάτι να σου πω σαν λόγο τελευταίο

Κι ας ειν’ τα μάτια σφαλιστά, τα χείλη σφραγισμένα»

Έσκυψε ο νιος ο βασιλιάς τον λόγο να γροικίσει

Του γέροντα πατέρα του. «Κύρη μου, την ευχή σου

Να τη φορέσω φυλαχτό, κακό να μη φοβάμαι»



«Γιε μου απ’ όλα τα κακά ετούτο να φοβάσαι

Να μη σου πάρει το μυαλό - το λεν’ αλαζονία

Και είναι ύπουλο πολύ. Σε τρώει σα σαράκι

Και σου θολώνει το μυαλό, την κρίση σου θολώνει

Και δε σ’ αφήνει να σκεφτείς, να δεις και να γροικήσεις

Μην το αφήσεις γιόκα μου νάρθει να σε στοιχειώσει»



Τον λόγο του δεν απόσωσε κι ο νιος αναθυμιέται

Τα λόγια πούπε τα πικρά στον γέροντα πατέρα

Εκείνα που ξεστόμισε με κάποια καταφρόνια

Γιατί τα νιάτα τ’ άμυαλα έτσι του ψιθυρίσαν

Πως είναι παντοδύναμος, δικός του ο κόσμος όλος

Κι ο γέροντας αδύναμος, με χρόνους φορτωμένος



Το δάκρυ κύλησε βουβό. «Συχώρεσε πατέρα

Τον γιο σου τον ανάξιο. Και δός μου την ευχή σου

Να τη φορέσω φυλαχτό, κακό να μη φοβάμαι»

Ο γέρων χαμογέλασε. «Την έχεις, ακριβέ μου

Και φόρεσέ την φυλαχτό, κακό να μη φοβάσαι»



Κι απόκοντα ξεκίνησε το ύστερο ταξίδι

Στης κάτω γης τις ρεματιές, στης κάτω γης τις στράτες

Κρατώντας στην παλάμη του μαγιάτικο λουλούδι.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου