Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 9ο – 13/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)

ΒΙΚΤΩΡΙΑ

«Για καφέ; Οι δυο μας; Πώς σου ήρθε πάλι αυτό... αφού θα βγούμε το βράδυ με τα παιδιά.... α, δεν θα βγούμε τελικά... πονοκέφαλος, ε; Νάξερες πώς σε καταλαβαίνω, φιλεναδίτσα μου... κι εγώ προίκα τον έχω, από τη μάνα μου, με ξέρεις δα με τις περίφημες ημικρανίες μου... αλλά εσύ βρε μάτια μου δεν τόχες αυτό το κουσούρι... μάλιστα, μάλιστα, κατάλαβα... εμ, αυτά κάνουν τα τσιπουράκια μεταμεσονύχτια... ΟΚ, λοιπόν, τι ώρα; Κατά τις 6; Όχι καλέ, τι πρόγραμμα μου χαλάς, θα πάρω κι εγώ τον Αλέξανδρο να το ακυρώσω... ή μαζί ή δεν λέει... ΟΚ, στο Flocafe... φιλάκια και περαστικά σου, φιλενάδα...»
Η Βικτώρια άφησε το ακουστικό προβληματισμένη. Κάτι δεν της πήγαινε καλά στον τόνο της κολλητής της, άσε που αυτός ο «πονοκέφαλος» πολύ ύποπτα της μύριζε, η Φρίντα δεν είχε ποτέ τέτοια προβλήματα.
Να δεις που κάτι έχει καταλάβει, σκέφτηκε. Την έπιασε πανικός. Θυμήθηκε τα λόγια της μαμζέλ και την κατσάδα που της είχε ρίξει κι αγχώθηκε ακόμα πιο πολύ. Τι τον ήθελε απογευματιάτικα τον καφέ; Και μάλιστα στο Flocafe; Εκεί κατέληγαν μόνο όταν πήγαιναν για ψώνια στο  metromall και την έπιαναν την Φρίντα τα στερητικά της για τσιγάρο. Τώρα της ήρθε, στα καλά καθούμενα και με πονοκέφαλο, να πάνε για καφέ;
Προσπάθησε να ηρεμήσει, να σκεφτεί ψύχραιμα. Έπρεπε να είναι προετοιμασμένη για όλα, να έχει από πριν τις απαντήσεις σε πιθανές ερωτήσεις. Γιατί η φίλη της ήταν γάτα... γάτα με πέταλα... και δεν θα μπορούσε να της ξεφύγει εύκολα... Αλλά πάλι μπορεί και να ήταν όλα ιδέα της, να ήταν οι ενοχές της για τις αμαρτωλές της σκέψεις που έφτιαχναν όλα αυτά τα σενάρια. Έτσι είναι, καθησύχασε τον εαυτό της, πάλι για ψώνια ξεσηκώθηκε η σκορποχέρα. Αλλά δεν το πολυπίστευε...


ΦΡΙΝΤΑ

Άντε τώρα να δω πώς θα ξηγηθείς, παλιοτσόχα που μυρίζεις ναφταλίνη. Φταίω εγώ που σε αγαπάω και σε νοιάζομαι κι ήθελα να σε δω να χαμογελάς ικανοποιημένη. Τι έμπλεκα το ζώον... μια ζωή με το χούι της προξενήτρας. Καλά καλά εγώ δεν είχα γκομενάκι στο Γυμνάσιο και κοίταγα να σου τα φτιάξω. Κι εσύ, λάμια Βικτώρια, μια “no” α λα Γαλλικά, μια “ουχί” α λα Αρχαία Ελληνικά... Τον εργολάβο ομως, που μπετατζή τον ανέβαζες και χτίστη τον κατέβαζες, τον ορέχτηκε η πουτάνα η ψυχή σου. Κάτσε τώρα να δω αν τον πήδηξες κιόλας ενώ στον Αλέξανδρο τον έρμο το παίζεις οσία Κρυοκώλου...
Κόντεψε να τελειώσει μισό πακέτο τσιγάρα η Φρίντα περιμένοντας την Βικτώρια. Ο καφές τής είχε κάτσει στο λαιμό - κι όταν την είδε να βγαίνει από το ασανσέρ και να πλησιάζει έτσι της ήρθε να σηκωθεί,να την αρπαξει από την αλογοουρά, άκου πενηντάρα και αλογοουρά, και να της στρίψει το λαρύγγι, όπως έκανε στις κότες η θεια της στο χωριό.
Το είχε ψυχολογήσει αρκετά. Δεν ήταν τόσο ο έρωτάς της για τον Μπάμπη και η αίσθηση οτι η φίλη της ορεγόταν κάτι δικό της. Ποτέ δεν ήταν απολύτως κτητική... η ζωή την είχε μάθει οτι μόνοι γεννιόμαστε και μόνοι πεθαίνουμε - και στο ανάμεσα είμαστε τυχεροί αν μπορούμε πού και πού να ακουμπάμε σε μια στοργική αγκαλιά. Η προδοσία την έκαιγε. Μαρή, καψούριασες για τον παιδαρά μου... έχε τα βαρίδια να μου το μολογήσεις. Πες μου «φιλενάδα έχω πρόβλημα και λέω να κόψουμε τις πολλές εξόδους...» Κάνε κάτι... μη με πουλάς στα μουλωχτά.
Εν τω μεταξύ η Βικτώρια είχε φτάσει στο τραπεζάκι που είχε διαλέξει η φιλενάδα της, με τον ήλιο κόντρα. Την άφησε να καθίσει χωρίς την καθιερωμένη αγκαλιά.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου