Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 10ο – 14/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Μπαρούτι μου μυρίζει... η Φρίντα και να μη σηκωθεί αλαλάζοντας και μοιράζοντας φιλιά στον αέρα... αυτό πια ποτέ δεν έχει γίνει... Αλλά πάλι και ποτέ δεν είχαμε μπλέξει σε τόσο μπερδεμένη κατάσταση... και μάλιστα για έναν άντρα... Σίγουρα κάτι έχει καταλάβει και μάλιστα πριν καν το καταλάβω εγώ... Και τι να καταλάβω δηλαδή; Για ένα λεπτό - γιατί σαν πολύ να τόχουμε πάρει επί πόνου, αν είναι δυνατόν... Έκανα εγώ κάτι; Επειδή είπα ένα «ολέ» κι ένα «τορέρο»; Από ευγένεια, έτσι - για την παρέα... Και τι έγινε δηλαδή; Πα να πει ότι έκανα τα γλυκά μάτια (τι έκφραση mon Dieu…) στον καλό της; Εδώ δεν έδωσα θάρρος στον «δικό» μου, όπως τον λέει, και θα δώσω δικαίωμα στον άλλον;
Λοιπόν - για να τελειώνουμε καμιά φορά... Μπορεί να μ’ αρέσει, κατά πως λέει η μαμζέλ, το παραδέχομαι, αλλά αυτό είναι δικό μου θέμα...Δεν έκανα τίποτε για να τον προκαλέσω και, πολύ περισσότερο, δεν έχω καμία πρόθεση να της τον κλέψω,  αν είναι δυνατόν... Και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να.. να... να κάνω κάτι μαζί του, με πιάνει φρίκη...
            «Είσαι σίγουρη;»
            Τρόμαξε, τάχασε, κοίταξε τριγύρω να δει ποιος μίλησε - η Φρίντα; Μα η κολλητή της άναβε τσιγάρο (το χιλιοστό απ’ όσο μπορούσε να δει στο τασάκι) με περίεργο ύφος, ανεξιχνίαστο. Τότε; Ποιος μίλησε;
            «Εγώ», άκουσε την μαμζέλ Συλβί κάπου μέσα της. «Είσαι σίγουρη πως δεν σου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό;»
            Αυτό την αποτέλειωσε. Σωριαστηκε παραιτημένη στην διπλανή πολυθρόνα και παράγγειλε καφέ - εσπρέσσο, διπλό... μπας και στανιάρει και μπορέσει να αντιμετωπίσει την θύελλα που έβλεπε να έρχεται...


ΦΡΙΝΤΑ

Αφού η Βικτώρια παράγγειλε τον καφέ της (ούτε σε μνημόσυνο να παρευρισκόταν δηλαδή με το ύφος που είχε), κάτι πήγε να πει αλλα η Φρίντα την έκοψε.
«Θα μου τα πεις όλα εδώ που σε έχω με το νι και με το σίγμα. Απλά εγώ θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να ξέρω μέχρι πού τράβηξες το σκοινί της προδοτικής κρεμάλας σου... γιατί για κρέμασμα είσαι κυρά μου. Μετά θα δω και εγώ τι θα κάνω με τον σάτυρο του μπετόν αρμέ, με τον Καζανόβα της σκαλωσιάς. Άι σιχτίρ και οι δυο σας... τρέμω ολόκληρη.Και μη μου πεις ότι δεν πιάνεις, τρομάρα σου, για ποιο πράγμα μιλάω, ότι δεν καταλαβαίνεις, γιατί εδώ,μπροστά στον κόσμο, θα την φας την σφαλιάρα και ξέρεις οτι έχω βαρύ χέρι...
»Από τότε που τα οικοδομοπαρατσούκλια γίνανε Ισπανογλυκόλογα, τόπιασα το παραμύθι. Με ποια νομίζεις, μωρή, ότι νταλαβερίζεσαι; Μια ζωή με ξέρεις ότι όταν εσύ ξεκινάς, εγώ έχω φτάσει... γιατί μου την έπαιξες τόσο σκάρτα; Λέγε... έγινε ή όχι το κακό; Γιατί ότι δεν την έχει καθαρή κι ο λεγάμενος το πήρα χαμπάρι σήμερα το πρωί που πήγαμε για ψώνια. Αμοιβαία η ανανδροκαψούρα...»
Φωτιά έβγαζαν τα μάτια της  Φρίντας και μια αύρα που μύριζε μπαρούτι είχε κυκλώσει το τραπέζι με τις δυο φίλες. Εδώ και η γκαρσόνα φοβήθηκε να πάει να τους γεμίσει τα ποτήρια φρέσκο νερό.
«Στο λόγο μου, που όπως ξέρεις είναι το ίδιο ιερός όπως και το όνομά μου, δεν έχει γίνει τίποτε με τον... τον Μπάμπη...» ψέλλισε η Βικτώρια έχοντας μείνει άναυδη από την κατά μέτωπο επίθεση της φιλενάδας της.
«Δηλαδή δεν έχετε προχωρήσει στο δια ταύτα... μη με κοιτάς σα χαζή, γιατί τα ματάκια σου τα έχει βάλει κορνίζα ο νέος και είμαι και μάρτυρας...»







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου