Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 27ο – 1/9/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

«Επιτέλους!» μουρμούρισε η Βικτώρια μόλις έφτασε μπροστά στο ταμείο και πήρε στα χέρια της τα δυο πολυπόθητα εισιτήρια για να μπουν στην Πινακοθήκη Ουφίτσι. Το όνειρό της θα γινόταν πραγματικότητα σε λίγο, αμέτρητα χρόνια μετά την πρώτη τους επίσκεψη στην Φλωρεντία, τότε που, με απέραντη απογοήτευση, έφευγαν από αυτό το ίδιο ταμείο άπραχτες γιατί δεν έφταναν τα χρήματά τους να μπουν μέσα. Όχι ότι την είχε πειράξει και πολύ την Φρίντα, εκείνη έκλαιγε για το δερμάτινο μπουφανάκι που είχε κυαλάρει σε μια βιτρίνα και που έπρεπε να πουληθεί ολόκληρη για να το αγοράσει!
«Έλα Φριντάκι, μπαίνουμε», γύρισε περιχαρής να της ανακοινώσει - μα η κολλητή της δεν ήταν πίσω της, όπως νόμιζε. Ξαφνιασμένη αλλά και ανήσυχη έψαξε ένα γύρω με το βλέμμα να την βρει, μη τολμώντας να κουνηθεί ούτε πόντο από την ουρά μπας και χάσει τη σειρά της - και μετά θα έπρεπε να περιμένουν άλλο τόσο για να μπουν.
Αυτό που είδε την έκανε έξαλλη. Η φιλενάδα της είχε πιάσει την κουβέντα με τον Ιταλό σεκιουριτά, έναν ομολογουμένως λίαν γοητευτικό μελαχρινό παίδαρο, ο οποίος είχε γύρει πάνω στο αβυσσαλέο ντεκολτέ της και κάτι της έδειχνε τάχα μου στο χάρτη της πόλης.
«Φρίντα! Φρίντα είπα! Έλεος πια, για όνομα του Θεού... έλα χριστιανή μου, μπαίνουμε σου λέω... Φρίντα!»
Η Φρίντα κάτι είπε βιαστικά του Ιταλού, κάποιο χαρτάκι άλλαξε χέρια, κι έτρεξε να χωθεί πίσω της στην ουρά.
«Αμάν πια, στην Πινακοθήκη ήρθαμε κι εσύ ζαχαρώνεις με τον σεκιουριτά;» της είπε αγανακτισμένη.
«Τι να τους κάνω τους πίνακες μαρή, εδώ έχουμε ζωντανή ζωγραφιά... Τέλος πάντων, ας μπούμε μια και στο υποσχέθηκα» της είπε πονηρά και προχώρησαν στην είσοδο.


ΦΡΙΝΤΑ

Η πανδαισία χρωμάτων και εικόνων της Ιταλικής Αναγέννησης πλημμύρισαν με φωτεινές αχτίδες ενθουσιασμού ακόμη και την ρεαλίστρια Φρίντα. Όσο για την Βικτώρια, τα κύματα αγαλλίασης άρχισαν να σβήνουν από τα φυλλοκάρδια της τα μεσοαστικά της ταμπού. Πέρασαν όλο σχεδόν το πρωινό τους στην Πινακοθήκη, περπάτησαν χιλιόμετρα, ανεβοκατέβηκαν ατέλειωτες σκάλες αλλά τα είδαν όλα - ή σχεδόν όλα, μιας και κάποια στιγμή η Φρίντα άρχισε να παραπονιέται για έντονα γουργουρητά στο στομάχι και κράμπες στα πόδια. Τσίμπησαν κάτι πρόχειρο σ’ ένα υπαίθριο καφέ και πήραν κατάκοπες τον δρόμο για το ξενοδοχείο τους
Πίσω, στην όμορφη σουίτα τους, η Φρίντα έκανε να κρυφτεί στο μπάνιο για να μιλήσει όταν την πήρε ο Πάολο, ο νόστιμος σεκουριτάς, τηλέφωνο. Η κολλητή της όμως της χαμογέλασε εγκάρδια κι όταν, με κάτι Ιταλικά τσάτρα πάτρα, κανονίστηκε ραντεβού λίγες ώρες αργότερα με δείπνο (κι ό,τι ήθελε προκύψει) συνοδεία και κάποιου φίλου του  Αρτούρο, ξεναγού, η Βικτώρια όχι μόνο δέχτηκε αλλά, κι όλο τσαχπινιά, έβγαλε απο την βαλίτσα της το αφόρετο, ακόμη, κυλοτάκι-δώρο της φιλενάδας της.
"Το φύλαγα για μια μαγική περίπτωση, Φριντάκι. Και τώρα πώς να μην το τιμήσω σ’ αυτή την πόλη που εκπέμπει ρομαντισμό από κάθε της πόρο! Μωρέ θα βγούμε, θα ξεσαλώσουμε και θα περάσουμε και τέλεια. Καλά έκανες, φιλενάδα, και χαμογέλασες κλέφτικα στον Πάολο. Εσύ τελικά ξέρεις το μυστικό της ζωής... ένα φλερτάκι, ένα ραντεβουδάκι, δυο γελάκια και κανένα φιλί! Αυτός είναι ο παράδεισος για μας τις δυο την σήμερον ημέραν και θα τον ζήσουμε εδώ, στη γενέτειρα του Ντάντε Αλιγκιέρι, που τον περιέγραψε στην Θεία Κωμωδία του".




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου