Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 11ο – 15/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

            «Κορνίζα; Τι κορνίζα, τι είναι αυτά που μου λες;» τα ’χασε η άλλη.
«Μωρέ ξέρω εγώ τι σου λέω, άστο να πάει στο διάολο...»
Έμειναν για λίγο σιωπηλές, βυθισμένη η κάθε μια στις μαύρες σκέψεις της. Η Φρίντα σκοτεινή, αγριεμένη κι Βικτώρια αποσβολωμένη, κάτωχρη, σαν να είχε τρακάρει με τοίχο...
«Τοίχο σήκωσες ανάμεσά σας με τα καμώματά σου τα γελοία», της είπε σκληρά η μαμζέλ Συλβί. «Ψηλότερο κι απ’ αυτόν του Βερολίνου... Μα είσαι τόσο ηλίθια; Μια ζωή φιλενάδες.. αδελφές... και δίνεις μια και τα γκρεμίζεις όλα; Να σε δω τώρα... πώς θα γκρεμίσεις αυτόν τον τοίχο πριν πέσει από μόνος του και σας πλακώσει...»
Έριξε μια λοξή ματιά στη φίλη της. Είχε ανάψει το χιλιοστό πρώτο τσιγάρο και ξεφύσαγε τον καπνό σαν ατμομηχανή. Τι να σκεφτόταν;
Την προδοσία μου, αυτό σκέφτεται. Και πώς να την αδικήσω; Χριστέ μου, σκατά τα έκανα -και μην τολμήσεις, μαμζέλ, να μου κάνεις παρατήρηση για το λεξιλόγιό μου, αυτό μας μάρανε τώρα... Τούδωσα αέρα του Μπάμπη της, ανάθεμα την ώρα που τον γνώριζα, κι αυτόν και τον άλλον τον χαλβά τον Αλέξανδρο... που νομίζει ότι μ’ έχει γοητεύσει με την κουλτούρα του... που κανονικά δηλαδή έτσι έπρεπε να είναι, έτσι ήταν στην αρχή, αλλά να που αλλιώς τα βλέπει το μυαλό κι αλλιώς η καρδιά... ποια καρδιά δηλαδή, το κορμί το άτιμο... που τόσα χρόνια καλά το είχα ναρκωμένο κι έλεγα ότι τόχα κλείσει αυτό το κεφάλαιο... Χριστέ μου, πώς την έπαθα έτσι εγώ;Εγώ, που τα κορόιδευα αυτά τα περί κεραυνοβόλου έρωτα  και τα περί σωματικής έλξης ... κι έλεγα ότι όλα είναι μέσα στο μυαλό μας, ότι είναι θέμα καθαρά εγκεφαλικό...


ΦΡΙΝΤΑ

Εγκεφαλικό θα μούρθει, το βλέπω... κι αιτία θα είναι αυτή η σκρόφα κι ο άλλος, ο μουλωχτός, η κρυφή πληγή... Μα μπροστά στα μάτια μου; Κάτω από τη μύτη μου; Τόση ξετσιπωσιά πια; Κι αυτό πάλι... να ορκίζεται στο λόγο της ότι δεν τόχουν πνίξει το κουνέλι; Και τον ξέρω τον λόγο της, μπορεί πράγματι να μην τόχουν κάνει... κάτι είναι κι αυτό... Μα τι λέω η χαζοβιόλα... λες κι αυτό είναι το θέμα μας... Το θέμα μας είναι η πρόθεση... Υπάρχει, μαντάμ γαλλοαναθρεμένη; Πάει, τέλειωσε... τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου να συμβούν...Φιλία χρόνων κι εσύ της δίνεις μια και την σκορπάς... αναρρωτιέμαι πράγματι αν ήμασταν ποτέ αληθινές φίλες... αν πράγματι αξίζει τον κόπο να συγχύζομαι τόσο... και για σένα  και για τον άλλον... που θα τ’ ακούσει κι αυτός τα σχολιανά του αλλά με τρόπο... γιατί τον θέλω ακόμα τον μπάσταρδο...
Ουφ, ξεφούσκωσε το στήθος της Φρίντας. Ένας μαύρος αέρας έφυγε κυνηγημένος απο τα ρουθούνια της  και ξαφνικά αλάφρωσε. Έσβησε το τσιγάρο και με μια αλλόκοτη ηρεμία άρχισε να μιλάει αργά και σταθερά.
«Η προδοσία μπορεί να μην ολοκληρώθηκε, Βικτώρια,αλλα μου έδειξε ότι, ακόμη και σε σένα,δεν μπορώ να έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.Ο έρμος ο Αλέξανδρος λιώνει και εσύ, σαν φαμ φατάλ, ανάθεμα τις γαλλικούρες σου, θέλησες αυτό που είχα εγώ. Παλιά ζήταγες να σου δανείσω τα φορέματά μου. Στο τέλος θα θελήσεις και την ίδια μου την ψυχή. Η αγάπη σου ώρες ώρες είναι κανιβαλιστική. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σου το συγχωρέσω το κέρατο, είτε είναι πραγματικό είτε νοερό».
Σηκώθηκε, μάζεψε την τσάντα της, «οι καφέδες είναι πληρωμένοι», πέταξε - κι έφυγε χωρίς να πει αντίο.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου