Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Αρχίζει από σήμερα να δημοσιεύεται σε συνέχειες η νουβέλα "Φρίντα και Βικτώρια" 
των Φώφης Walter-Κυρλίδου (Φρίντα) 
και Βάσως Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια) 
που γράφτηκε στα πλαίσια του προγράμματος "Ιστορίες με δύο όψεις"
του φιλολογικού site @τοβιβλιο.net 
και περιλαμβάνεται στο e book που εκδόθηκε από το site
με όλες τις ιστορίες "δύο όψεων"



ΦΡΙΝΤΑ & ΒΙΚΤΩΡΙΑ - Η κρίση


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Η Βικτώρια έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Κόντευε δύο τα ξημερώματα κι ακόμα να χτυπήσει το τηλέφωνο. Η ανησυχία της άρχισε να γίνεται πανικός. Μήπως είχε πάθει κάτι; Η Φρίντα ήταν πάντα εντάξει στα ραντεβού της, προσωπικά ή τηλεφωνικά. Κι αφού της είχε πει πως θα την πάρει το αργότερο μέχρι τα μεσάνυχτα, γιατί αυτή η σιωπή; Βλαστήμησε σιγανά την ώρα και τη στιγμή που δεν προσπάθησε πιο πολύ να την αποτρέψει από αυτήν την τρέλα – κι αμέσως σαν να της φάνηκε πως είδε  την γαλλίδα γκουβερνάντα της να την κοιτάζει  επιτιμητικά γι αυτή της την απρέπεια.
«Δεν μας παρατάς κι εσύ;» είπε νοερά στην μαμζέλ Συλβί. «Μου φτάνει η σύγχυσή μου για τις τρέλες της φιλενάδας μου - γιατί αν δεν είναι τρέλα ένα ραντεβού στα τυφλά, τότε τι είναι; Πού πας κυρά μου να συναντηθείς μ΄έναν άγνωστο; Και μάλιστα με τόσο ενθουσιασμό; Ωραίος λέει, μελαχρινός κι αρρενωπός! Κουραφέξαλα! Γνωριμία του διαδίκτυου, χαρήκαμε! Ό,τι θέλει σου πλασάρει κι όποια φωτογραφία θέλει σου μοστράρει! Αλλά και πότε μ’ άκουσες για να μ’ ακούσεις και τώρα. Και δεν παίρνεις και τηλέφωνο πανάθεμά σε...» 
Έκλεισε φουρκισμένη το πιάνο, ο Σοπέν δεν ήταν και η καλύτερη συντροφιά απόψε - άσε που θα την ξόμπλιαζαν οι κουτσομπόληδες οι από κάτω (πάλι αϋπνίες έχει η γεροντοκόρη - με τι άτομα είχε μπλέξει, Χριστέ μου... αυτή, κόρη μιας από τις καλύτερες οικογένειες των Αθηνών!) κι απόμεινε στη μισοσκότεινη σιγαλιά  του σαλονιού της να κοιτάζει την τηλεφωνική συσκευή που παρέμενε βουβή.


ΦΡΙΝΤΑ

Τα φώτα των αυτοκινήτων έριχναν σερπαντίνες στους σκοτεινούς δρόμους. Η Φρίντα κατέβασε το καθρεφτάκι απο το παρμπρίζ και κοίταξε αν είχαν μουτζουρωθεί τα μελιά της μάτια.Μετά από τόσα φιλοχουφτώματα μπορεί το χιλιοπροσεγμένο μακιγιάζ της να είχε εντελώς στραπατσαριστεί. Ευτυχώς όλα ήταν εντάξει, τα μάτια έλαμπαν κατευχαριστημένα και τα χείλη, αν και χωρίς κραγιόν πια, κόντευαν να γίνουν σαν αυτά των ηθοποιών που όλο και τα παραγέμιζαν με κάτι σιλικόνες.
Ο άντρας δίπλα της φρενάρισε απότομα και έριξε μια βρισιά μέσα από τα δόντια του. Της έπιασε το γόνατο με την μεγάλη παλάμη του και την ρώτησε με την βαθειά φωνή του αν ήταν εντάξει. «Μεθυσμένοι είναι μανάρα μου οι πιο πολλοίτέτοια ώρα...τι περιμένει κανείς..»Η Φρίντα γέλασε κοκκέτικα και του χάιδεψε το χέρι δίνοντάς του το δικαίωμα να το αφήσει να χουχουλιάζει το γυμνό της γόνατο.
«Μην ανησυχείς, Μπάμπη μου, μια χαρά είμαι!»
Ε ρε Βικτώρια να με έβλεπες από μια μεριά...ε ρε κατακαημένη Αράχωβα, να βράσω τα Γαλλικά και το πιάνο σου,τα σόγια και την καθωσπρεποσύνη σου... Τέτοια ραντεβού θέλει η κάθε γυναίκα μαρή και σιγά μην μας πιάσουν οι φόβοι για καινούργιες γνωριμίες τώρα που παραωριμάσαμε όπως λέει κι η παραδουλεύτρα,η κυρα Τούλα!
«Άιντε Φρίντα μου... παραωρίμασες, βγες και γλέντα, τα νιάτα μια φορά τα έχουμε κοκκώνα μου...»
Πικρόχολη ώρες ώρες αλλά και ρεαλίστρια η κυρα Τούλα - ωστόσο η Φρίντα ήξερε ότι την αγαπούσε και την νοιαζόταν. Στο κάτω κάτω όλες οι γυναίκες αντίπαλες των άλλων είναι, ακόμη και μερικές μάνες με τις ίδιες τις θυγατέρες τους - η κατάρα των θηλυκών.






1 σχόλιο:

  1. Ξεκίνησα σήμερα από το Νο 1 Πολύ ενδιαφέρον ξεκίνημα! Ωραία ιδέα. Πολύ ζωντανή γλώσσα και αφήγηση. προκαλεί το ενδιαφέρον αμέσως. Θα διαβάσω και τα υπόλοιπα σιγά- σιγά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή