Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 26ο – 31/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)



ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Η Βικτώρια είχε μείνει άναυδη. Κοίταζε μια τη φίλη της και μια ένα πλαστικό μπρελοκάκι που κρατούσε στα χέρια της η Φρίντα και το ανέμιζε καθώς υπογράμμιζε τα λόγια της με ζωηρές χειρονομίες. Ήπιε μια γουλιά κρασί μπας και συνέλθει.
«Φλωρεντία; Είπες Φλωρεντία; Εσύ κι εγώ, οι δυο μας;» κατόρθωσε να ψελλίσει.
«Γιατί μαρή, θέλουμε και παρέα; Μπας και θέλεις να καλέσουμε και τους αχαΐρευτους που κόντεψαν να μας διαλύσουν;» ρώτησε λίγο αστεία, λίγο καχύποπτα.
«Αυτό δα μας έλειπε», βιάστηκε να απαντήσει η άλλη - ώρες ήταν να ξαναρχίσουν οι παρεξηγήσεις. «Δεν πάω καλύτερα να πνιγώ; Και μια που τους ανέφερες, να σου πω ότι ο δικός σου, ο πρώην τέλος πάντων, με πήρε τηλέφωνο προχτές, όταν σ΄έψαχνε και δεν σ’ έβρισκε, και ακουγόταν πολύ αναστατωμένος και ανήσυχος...»
«Ααα... μη μου τη χαλάς τώρα αλλάζοντας κουβέντα... τι θέλεις τώρα και μου θυμίζεις τον Μπάμπη. Σε πήρε τηλέφωνο κι ακουγόταν πονεμένος... Εγώ να δεις πώς είμαι στα φυλλοκάρδια μου. Το έκλεισα όμως το κουτάκι της καρδιάς και το διπλοκλείδωσα. Δεν ξαναεπιτρέπω σε κανέναν άντρα να κάνει την καρδιά μου τας κεμπάπ. Τέρμα αυτή η ιστορία, τώρα πάμε Φλωρεντία! Να, πάρε και το μπρελοκάκι για γκαραντί! Θυμάσαι μαρή; Που θέλαμε να πάρουμε κάτι για σουβενίρ και τα φράγκα μας δεν έφταναν παρά μόνο για τούτο το πλαστικό μπιχλιμπίδι; Αλήθεια, τόχεις το δικό σου;»
«Μπα... το βούτηξε ο ανεπρόκοπος ο Φραγκίσκος μαζί με τα κλειδιά του σπιτιού... θυμάσαι;» μελαγχόλησε ξαφνικά η Βικτώρια. Η Φρίντα το πρόσεξε αμέσως.
«Ρε συ Πέτρο», φώναξε του Μπουλούκου, «βάλε λίγη μουσική να ξεδώσουμε λιγάκι, καρντάση μου!»


ΦΡΙΝΤΑ

Άλλο που δεν ήθελε ο ταβερνιάρης, η Φρίντα όταν έμπαινε στο μαγαζί τού έδινε ζωή. Πελάτισα από παλιά, πάντα με το χαμόγελο, το κέφι και τον καλό λόγο για τα μαγειρευτά της κυρα-Μαρίκας, της γυναίκας του. Έβαλε λοιπόν ο Πέτρος το ζεϊμπέκικο στη διαπασών κι αυτή σηκώθηκε μερακλωμένη τραβώντας την Βικτώρια από το χέρι.
«Ασ’ τον τρελό στην τρέλα του... Βικτωράκι, τον εθνικό μου ύμνο θα χορέψουμε. Άντε, να πάνε πέρα οι καημοί». Άρχισε τα τσαλίμια και οι υπόλοιποι θαμώνες άρχισαν να χειροκροτούν τις δυο χορεύτριες. Η Βικτώρια, πιο σεμνή πάντα, όταν η μουσική γύρισε σε τσιφτετέλι γονάτισε κι άρχισε να δίνει ρυθμό στην φιλενάδα της που, σαν γνήσια Μικρασιάτισσα, λικνιζόταν σαν φλόγα μέσα σε αεράκι.
Αμέτρητα τα τραγούδια που χόρεψαν -  Διονυσίου, Καζαντζίδη, Μοσχολιού! Ο Πέτρος άδειασε όλα τα γαρύφαλλα που είχε στα βαζάκια των τραπεζιών και τους τα έριξε. Η ταβέρνα  είχε ανάψει από το τσακίρ κέφι και, ενώ πια οι χορευτές ήταν αρκετοί, οι δυο γυναίκες δεν έπαψαν να εξευμενίζουν τον σεβντά τους στην πρόχειρη πίστα. Κι όταν η Βικτώρια, εντελώς μεθυσμένη, έβγαλε το δαντελένιο κυλοτάκι και το ανέμιζε σαν μπαντιέρα αλαλάζοντας «να πεθάνει ο Χάρος», έγινε χαμός!
 Όταν οι πρώτες ηλιαχτίδες γαργάλησαν τα παράθυρα του μαγαζιού και η κυρα-Μαρίκα έκανε σήμα στον άντρα της, ο Μπουλούκος σταμάτησε τη μουσική, φίλησε τη Φρίντα και την Βικτώρια σταυρωτά και τις κέρασε από ένα βαρύ γλυκό  περιποιημένο για κατευόδιο.

Αγκαλιασμένες πήραν την κατηφόρα για το αυτοκίνητο νοιώθοντας πως ο χρόνος είχε σταματήσει κι ότι ξαναζούσαν τα χρόνια της ανέμελης νιότης.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου