Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 21ο – 26/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Άφησε το στυλό στο γραφείο, έβγαλε τα γυαλιά κι έτριψε τα πονεμένα της μάτια. Δυο ώρες τώρα διόρθωνε γραπτά φοιτητών (λέμε τώρα...) κι αν εξαιρέσεις πέντε έξι, όλα τα άλλα ήταν για προσάναμμα στο τζάκι. Τι ωραία που είχαμε περάσει στην Ελάτη, σκέφτηκε άθελά της. Οι δυο μας μπροστά στο αναμμένο τζάκι, τα ξύλα να τριζοβολούν, τα κάστανα να ψήνονται κι εμείς με τις πυτζάμες να πίνουμε τα τσιπουράκια μας και να βλέπουμε το χιόνι να πέφτει αθόρυβα και να σκεπάζει τα πάντα. Αχ βρε φιλενάδα μου, αναστέναξε και ξαναπήρε το στυλο, πώς καταντήσαμε έτσι... για δυο - άντε μην πω και δεν μου το επιτρέπει η γαλλική μου ανατροφή...
            Και ξαφνικά οργίστηκε. Ένας τυφλός θυμός την κατέκλυσε. Πέταξε το στυλό, σάρωσε τα χαρτιά από το γραφείο της, άρπαξε το κινητό. Στο τελευταίο νούμερο δίστασε, τόκλεισε. Όχι έτσι, σκέφτηκε. Πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσω με τον Αλέξανδρο. Αυτό το κομμάτι της ζωής μου, αυτό το μίζερο διάλειμμα που κοντεύει να διαλύσει την φιλία μου με την αδελφή μου, να καταστρέψει την amitié fraternelle μας την τόσο πολύτιμη, πρέπει να κλείσει μια και καλή. Οριστικά.
            Σχημάτισε αποφασιστικά ένα νέο νούμερο στο τηλέφωνο χτυπώντας νευρικά τα κουμπιά.
            «Καλησπέρα Βικάκι μου, τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή;»
            Τσαντίστηκε. Του έχω πει χίλιες φορές ότι δεν μ’ αρέσουν τα υποκοριστικά – άκου “Βικάκι”... και νάταν το μόνο που δεν μ’ αρέσει... τέλος, πρέπει να βάλω ένα τέλος και γρήγορα...
            «Καλησπέρα Αλέξανδρε», ακούστηκε ψυχρή και επίπεδη η φωνή της. «Θάθελα να βρεθούμε απόψε, έχω κάτι πολύ σοβαρό να σου πω. Κατά τις οκτώ είναι καλά;»


ΦΡΙΝΤΑ

Τι σου είναι τελικά οι γνωριμίες...καράβια που διαβαίνουν μέσα στη νύχτα... Λίγες ρίχνουν άγκυρα στο λιμάνι της ψυχής μας και ταυτίζονται με μας...
Ο Πειραιάς έλαμπε σαν μαργιόλα τσιγγάνα φορτωμένη με τα μπιχλιμπίδια της κι η Φρίντα δεν χόρταινε να τον θαυμάζει από το μπαλκόνι του μπαρ φιλοσοφώντας καθώς έβλεπε τα καράβια να περνούν από μπροστά της. Περίμενε τον Μπάμπη εδώ και κάμποση ώρα. Αν δεν ήταν η πανέμορφη θέα, θα ειχε γίνει μαύρη η ψυχή της από τα νεύρα... ποια, αυτή, να είναι στημένη! Άναψε τσιγαρο, ρούφηξε το ουισκάκι της και σηκώθηκε αποφασιστικά. Αχ βρε μπαμπέση εργολάβε της δεκάρας... αν νομίζεις οτι είμαι χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα, αγόρι μου, γελάστηκες πολύ! Η Φρίντα δεν περιμένει κανέναν άντρα πάνω από δέκα λεπτά.
Έλιωσε το τσιγάρο ακάπνιστο στο τασάκι, άρπαξε την τσάντα και το αδιάβροχο χωρίς δεύτερη σκέψη, πλήρωσε άρον άρον  και κατέβηκε έξαλλη προς την λεωφόρο. Στη φούρια της δεν είδε τον Μπάμπη που προσπαθούσε να παρκάρει μέσα στο πλήθος των αυτοκινήτων. Την είχε πάρει τουλάχιστον δέκα φορές για να δικαιολογηθεί, αλλά όλο έβγαινε ο τηλεφωνητής της – και τώρα, έχοντας παρατήσει το Καγιέν όπως όπως ανάμεσα σ’ ένα φορτηγό και σ’ ένα κάδο απορριμάτων, ανέβαινε σχεδόν τρέχοντας την ανηφόρα για το μπαράκι.
Μπαίνοντας στο αμάξι η Φρίντα είδε το τηλέφωνό της να αναβοσβήνει, πεταμένο πάνω στο κάθισμα. Της είχε πέσει όταν έβγαινε - ούτε που το απάντησε. Η απόφαση είχε παρθεί. Αμάρτησες χρυσέ μου... θα πληρώσεις. Πάτησε γκάζι και, χωρίς να το καταλάβει, αντί να πάρει κατεύθυνση για το δικό της σπίτι, άρχισε να ανεβαίνει προς την γειτονιά της Βικτώριας.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου