Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 23ο – 28/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)




ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Η φλόγα του αναπτήρα έβγαλε την Βικτώρια από την κατάσταση σοκ που είχε πάθει ακούγοντας τον χείμαρρο των εξομολογήσεων - δηλώσεων της φιλενάδας της. Με το ποτήρι το ουίσκι ανέγγιχτο στο χέρι (αυτό το κοριόζουμο ποτέ δεν της άρεσε) και τα μάτια γεμάτα δάκρυα κοίταζε παραζαλισμένη την Βικτώρια έχοντας συγκρατήσει μόνο μια φράση από όλο αυτό το κατεβατό. Γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια τον έχω τον Μπάμπη μπροστά στην φιλία μας, κοριτσάρα μου. Είχε ακούσει καλά; Το είχε πει αυτό η Φρίντα της; Ξανάβρισκε τη φιλενάδα της; Είχε τελειώσει ο εφιάλτης των τελευταίων τριών μηνών που την είχε χάσει - κι είχε χάσει και τον ύπνο και την ίδια της τη ζωή; Σήκωσε το ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι.
            «Θέμα χρόνου ήταν φιλενάδα», συνέχισε η Φρίντα τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά και βγάζοντας τον καπνό σε δαχτυλίδια. «Δεν ήταν μόνο το δικό σου μέλωμα... πού να τον δεις πώς χαλβάδιαζε με μια μπαργούμαν στην Βουλιαγμένη! Εδώ καλέ έκλεισε το μάτι ενώπιόν μου και σε μια σεκιούριτι έξω από ένα μαγαζί... γκραν παίχτης που θα έλεγε και η μαμζέλ σου. Άντε γεια μας! Πες μου τώρα για σένα και τον λογιστή σου, γιατί αν είναι να σου την χαλάσω τη δουλειά, κάνω επί τόπου στροφή και την κάνω φιλεναδίτσα».
            «Ποιον λογιστή μου, πάει αυτός... νάταν κι άλλος», χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της και νιώθοντας το κάψιμο από το ποτό να απλώνεται σ’ όλο της το κορμί και να την χαλαρώνει. Σηκώθηκε και γέμισε πάλι τα ποτήρια. «Τούδωσα απολυτήριο και με βαθμό λίαν κακώς, μια δυστυχία ήταν στο κρεβάτι, αλλού αυτός, αλλού εγώ.. μάπα το καρπούζι, όπως θάλεγες κι εσύ... αλλά δεν τον σχόλασα γι αυτό – τον σχόλασα γιατί αυτός κι ο άλλος ήταν η αιτία που σ’ έχασα» είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.


ΦΡΙΝΤΑ

Τάχασε η Φρίντα από το ξέσπασμα της φιλενάδας της. Όσο κι αν την ήξερε καλά (τόσα χρόνια κολλητές είχαν κάνει καυγάδες και καυγάδες για ασήμαντα, κατά κανόνα, θέματα)... τούτο δω δεν το άντεχε, την ξεπερνούσε. Τινάχτηκε πάνω γκρεμίζοντας την πολυθρόνα της κι έπεσε στην αγκαλιά της Βικτώριας.
            Έμειναν έτσι αγκαλιασμένες για κάμποση ώρα, σιωπηλές, τα μάτια να τρέχουν ποτάμι και να ξεπλένουν όσα πικρά έγιναν και ειπώθηκαν τους τελευταίους τρεις μήνες ενώ το σκοτάδι έπεφτε γοργά κι η βροχή δυνάμωνε.
«Κοίτα να δεις πού καταντάμε οι γυναίκες  και για λίγο μέλι κάνουμε τα αδύνατα δυνατά, ξεχνάμε ποιες είμαστε, γυρνάμε την πλάτη σε φίλους και δικούς και στο τέλος... ανακαλύπτουμε ότι τελικά, αντί για γόη, πέσαμε σε αυγό μελάτο» σάρκασε χαμογελώντας μέσα από τα δάκρυά της η Φρίντα σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την φορτισμένη ατμόσφαιρα. «Έλα φιλεναδίνο μου, άσπρο πάτο να πάνε κάτω τα φαρμάκια που μας πότισαν οι άχρηστοι οι άντρηδες... Θα την πιούμε όλη τη μπουκάλα σαν μνημόσυνο για τις σχέσεις που μόλις θάψαμε και στην υγειά της δικής μας σχέσης που δεν καταλαβαίνει από μπόρες και ξαναγεννιέται σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της... Άντε, μαρή, να φέρεις και κανα ξηροκάρπι γιατί με βάρεσε κατακούτελα ο Τζώνης ο περπατητής και θα πω κι άλλα τέτοια χαριτωμένα ποιητικά... τρομάρα μου...»

Περασμένα μεσάνυχτα, κι αφού είχαν πατώσει τον Γιαννάκη κι είχαν καταναλώσει ό,τι φιστίκι κι αμύγδαλο υπήρχε στο σπίτι τινάζοντας στον αέρα γυμναστήρια και δίαιτες, η Φρίντα μουρμούρισε ένα ζαλισμένο «άντε να πηγαίνω κι εγώ, έχω μανικιούρ πρωινιάτικα» και μπήκε παραπατώντας στο αμάξι της  παρά τις διαμαρτυρίες της Βικτώριας που επέμενε να την κρατήσει να κοιμηθεί εκεί. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου