Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 16ο – 21/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Ηλίθια, έβριζε τον εαυτό της η Βικτώρια μόλις έκλεισε το τηλέφωνο με την Φρίντα. Έκανες την μεγάλη θυσία, την τεράστια υπέρβαση να κοιμηθείς με έναν άντρα που δεν σου αρέσει μόνο και μόνο για να της αποδείξεις ότι δεν πρέπει να σε βλέπει σαν απειλή. Και πας να τα γκρεμίσεις όλα με τα ηλίθια κλάματά σου... Πώς θα σε πιστέψει αν καταλάβει ότι το έκανες με το στανιό, μου λες; Πρέπει να την πείσεις ότι σου άρεσε, ότι ξετρελάθηκες, ότι είναι ο άντρας που περίμενες - τρομάρα σου... Μόνο έτσι θα την καθησυχάσεις...
            Ίσα που πρόλαβε να βάλει λίγο κραγιόν και λίγη πούδρα για να κρύψει τα αυλάκια από τα δάκρυα κι άκουσε το κουδούνι. Φόρεσε ένα βεβιασμένο χαμόγελο κι άνοιξε την πόρτα. Η Φρίντα μπήκε σα σίφουνας μέσα.
            «Φιλενάδα είσαι καλά; Γιατί στο τηλεφ...» είπε και σταμάτησε απότομα βλέποντας τα κατακόκκινα χείλη της φίλης της.
            «Μια χαρά είσαι από ό,τι βλέπω»,  είπε καυστικά, παρατηρώντας την προσεκτικά. «Και τότε τι ήταν αυτοί οι λυγμοί στο τηλέφωνο;»
            «Λυγμοί; Εγώ; Ποιοι λυγμοί, λάθος κατάλαβες, από πού κι ως πού; Ίσα ίσα που ποτέ δεν ήμουν σε καλύτερη διάθεση... Καφεδάκι;» πρόσθεσε βιαστικά για να αλλάξει κουβέντα και να μην καταλάβει η άλλη το ψέμα της. Η Φρίντα την κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια.
            «Θέλεις να πεις ότι δεν έκλαιγες προηγουμένως;»
            «Μα όχι σου λέω... όλα πάνε τόσο καλά! Με τον Αλέξανδρο προχωρήσαμε στο δια ταύτα... καταλαβαίνεις... αχ, γλυκιά μου, είχες τόσο δίκιο όταν επέμενες να τον γνωρίσω! Είμαι τόσο ευτυχισμένη!»
            «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε καχύποπτα η άλλη. «Γιατί στην τελευταία μας συνάντηση άλλα κατάλαβα!»


ΦΡΙΝΤΑ

Ε, λοιπόν, αυτή η Βικτώρια ή πάει να με τρελλάνει ή είναι η ίδια τρόφιμος τρελλάδικου μόνο που δεν πρόλαβαν ακόμη να την μαντρώσουν.
«Εγώ, καλέ, μόνο που δεν χώθηκα με το αμάξι κάτω από δυο τρία φορτηγά για να έρθω του σκοτωμού επειδή νόμισα ότι είχες τουλάχιστον πένθος... κτύπα ξύλο δηλαδής. Εσύ όμως, μωρό μου, το παίζεις βαμπίρ πρωινιάτικα με τέτοιο κόκκινο στόμα και τη φωνή που έβγαινε από μνήμα... φτου σκουληγκομερμηγκότρυπα... Δε μου λες, ποιανού το αίμα ήπιες για να καρδαμώσεις; Μου το λες αφού αυτομουτζωθώ πρώτα περικαλώ...
»Βεβαίως και θα πιω έναν καφέ - εδώ παραλίγο να βγω με τις πυτζάμες από το σπίτι μου για να σε συντρέξω, τρομάρα μου. Και καφέ θέλω και βάλε και κανένα κουλουράκι γιατί τα γκραν γκινιόλ μού κατεβάζουν την πίεση και εσύ το παίζεις γκόμενα του κόμη Δράκουλα... κάτι το γκομενικό πάντως παίζει σίγουρα γιατί το μάτι σου γυαλίζει και δεν είναι από κολύριο. Αν, μωρή, έπαιξες τσιγκολελέτα με τον Μπάμπη, θα χυθεί αίμα σίγουρα -αλλά θα είναι το δικό σου. Γιατί, ακόμη και τώρα, που σε σιχαίνομαι για την διπροσωπία σου, είμαι να, ντουντούκας, μήπως και μ’ έχεις κάποια ανάγκη. Γιατί εγώ την λέξη φίλη την έχω εκεί ψηλά, μαζί με τις εικόνες, κι όχι στον οχετό. Αντε, φέρε τον καφέ και μίλα!»
Καλέ... πού πήγε; Τι έχει αυτός ο καφές και αργεί τόσο πολύ... και τα κουλουράκια; Λες να εχει τον εραστή της κακιάς ώρας κρυμμένο στην κουζίνα; Λες να πάω στα μουλωχτά να δω; Ώρα είναι να πέσω πάνω στον Μπάμπη τον μπαμπέση... όχι σουβλιστό, με τα κρεμμυδάκια θα τον κάνω! Κάτσε, Φριντάκι, στην πολυθρόνα κουλάτη κι ωραία γιατί εδώ παίζεται περίεργο σενάριο κι έτσι και θελήσεις να καθαρίσεις, θα μας περιλάβει καμιά αστυνομία!






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου