Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 22ο – 27/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Ούτε και ήξερε πόση ώρα ήταν στο μπαλκόνι της. Ο αέρας μύριζε βροχή, ο καφές είχε κρυώσει από ώρα - αλλά εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Είχε νυχτώσει για τα καλά κι εκείνη καθόταν στα σκοτεινά κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει την πόλη που απλωνόταν μπροστά της κι άναβε σιγά σιγά τα φώτα της σαν αστεράκια σε μαύρο βελούδο.
Τα ρομαντικά μας μάραναν, σκέφτηκε βαρύθυμα. Έτσι βαριά και σκοτεινή ήταν η διάθεσή της από χτες το βράδυ, όταν είπε το οριστικό αντίο στον Αλέξανδρο. Όχι γιατί της κόστισε η διάλυση της σύντομης σχέσης τους, κάθε άλλο... Ίσα ίσα που αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση, σαν να σηκώθηκε μια ταφόπλακα από πάνω της. Αλλά να... δεν είχε μάθει στη ζωή της να πληγώνει τους ανθρώπους γύρω της, όσο κι αν της είχε κοστίσει ακριβά αυτό της το χούι – και τώρα, φέρνοντας ξανά στο νου της την απορημένη όσο και δυστυχισμένη όψη του όταν του ζήτησε να διακόψουν, εκείνο το τεράστιο γιατί που ζωγραφίστηκε στα αγαθά του μάτια, ένιωθε χάλια. Τύψεις που τον κορόιδευε, που του είχε δώσει ψεύτικες ελπίδες, που τον είχε χρησιμοποιήσει σαν (να δεις πώς το έλεγε η Φρίντα) – α, ναι... σαν χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα...
Στη σκέψη της φίλης της μελαγχόλησε ακόμα πιο πολύ. Ανάθεμα την ώρα που μπήκε στη ζωή μας αυτός ο διάολος, το facebookμονολόγησε ανάβοντας το κερί πάνω στο τραπέζι. Αν δεν ήταν αυτό δεν θα είχες γνωρίσει τον μπετατζή, δεν θα είχα μπλέξει με τον χαλβά, δεν...δεν..
Ο ήχος από λάστιχα που στρίγγλιζαν διέκοψε βίαια τη φιλοσοφική της διάθεση. Ποιος ηλίθιος, σκέφτηκε κι έσκυψε να δει τον καμικάζι της ασφάλτου που τάραζε την σιγαλιά της νύχτας και τσίτωνε τα νεύρα της. Το φλιτζάνι έπεσε από τα χέρια της κι έγινε χίλια κομμάτια.
Η Φρίντα είχε μόλις παρκάρει από κάτω.



ΦΡΙΝΤΑ

«Βικτώρια βγάλε απο  το σερβάν της γιαγιάς σου το ουίσκυ που σου είχα φέρει στα γενέθλια σου, φέρε δυο ποτήρια και κάτσε να μιλήσουμε γιατί αν δεν μιλήσω, θα κάνω μπαμ μα τον Θεό και θα σκάσω. Στα γρήγορα μαρή, όχι σαν αργοκάραβο... τσάκα τσάκα είπαμε!»
Δεν είχε προλάβει να μπει στο σπίτι της Βικτώριας κι άρχισε τις διαταγές. Ξαφνικά όλα είχαν μπει σ’ ενα καλούπι, οι γωνίες και τα παράταιρα είχαν διαλυθεί μεσα στις σταγόνες της μπόρας που έπεφτε τώρα δυνατότερα και η Φρίντα έπρεπε να τα εξηγήσει το συντομότερο για να ξαλαφρώσει.
«Βικτωράκι μου άντε άσπρο πάτο και χαμογέλα λιγουλάκι γιατί γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια τον έχω τον Μπάμπη μπροστά στην φιλία μας, κοριτσάρα μου. Μπροστά σε μας, τσαχπινομπιρμπίλω μου, χαράμι να πάνε όλες οι μπετονιέρες της αγοράς. Άσε που είχα και ένα βάρος, σαν πέντε φορτηγά χαλίκια, που κάκιωσα μαζί σου για χάρη του προκομένου. Πώς να το κάνουμε δηλαδή... παιδαράς ο τύπος, αρχοντόμαγκας... άντε να βρεις τέτοια λαβράκια πλέον, που η αγορά ειναι τίγκα στους τζιτζιφιόγκους. Μάτια έχεις κι εσύ... και τι μάτια... ματάρες, αφού και ο ίδιος ο λεγάμενος τα σορόπιαζε, γιατί νομίζεις πιο πολύ νευρίασα... αλλά αγαθομαρού μια ζωή ήσουν εσύ. Α, κοίτα να σου πω... δεν θέλω βουρκώματα... τσούγκρα πάλι και ξανά μανά άσπρο πάτο... θα φύγει ολη η μπουκάλα σήμερις.

»Όχι καλέ, δεν τον έκανα πέρα ακόμη, αλλα σήμερα με έστησε. Ναι σου λεω... είκοσι ολόκληρα λεπτά περίμενα σαν χτεσινή μαρίδα σε ένα μπαράκι. Σημερα το παίζω μούγκα στην στρούγκα και αύριο του δίνω τα παπουτσάκια του ανά χείρας κι ας με πλαντάξει στις δικαιολογίες...» είπε με μια ανάσα κι άναψε τσιγάρο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου